2024/02/29 at 12:46 ΜΜ 29/02/2024 newsroomΥπέρ της ίδρυσης μη κρατικών πανεπιστημίων όπως προβλέπει το νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας τάσσεται ο πρώην δήμαρχος Αθηναίων και επίκουρος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, Γιώργος Καμίνης.
Σε ανάλυσή του στο protagon.gr ο κ. Καμίνης χαρακτηρίζει την αντιπαράθεση «περί όνου σκιάς» και τονίζει ότι «η καθήλωση σε μια συνταγματική ερμηνεία που διαψεύδεται καθημερινά από την πραγματικότητα, που ακυρώνεται εν τοις πράγμασι από τη λειτουργία των κολεγίων, που οδηγεί στην εκπαιδευτική μετανάστευση χιλιάδες νέους και νέες, αποτελεί ένα συνταγματικό αναχρονισμό που κρατά τη χώρα μας στο περιθώριο των διεθνών εξελίξεων».
Όλο το άρθρο του Γιώργου Καμίνη για τα μη κρατικά πανεπιστήμια
Η νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης να επιτρέψει τη λειτουργία παραρτημάτων αλλοδαπών πανεπιστημίων στην Ελλάδα έχει πυροδοτήσει πλήθος νομικών και πολιτικών αντιδράσεων. Ας μου επιτραπούν οι ακόλουθες, νηφάλιες θέλω να πιστεύω, επισημάνσεις.
Από νομική άποψη η συζήτηση πρέπει να γίνει πρώτα και κύρια στο πεδίο της εσωτερικής έννομης τάξης και να εξεταστεί κατά πόσο το άρθρο 16 του Συντάγματος, όπως ισχύει σήμερα, επιτρέπει τη λειτουργία παραρτημάτων αλλοδαπών πανεπιστημίων χωρίς να απαιτείται αναθεώρηση της επίμαχης διάταξης. Τι ορίζει το Σύνταγμα στο άρθρο 16; Η παρ. 5 αναφέρει ότι «Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (…)», η παρ. 6 του ίδιου άρθρου ότι «Oι καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι δημόσιοι λειτουργοί», τέλος η παρ. 8 ότι «η σύσταση ανωτάτων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται». Για τους επικριτές της κυβερνητικής πρωτοβουλίας οι τρεις αυτές διατάξεις συγκροτούν ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο για τη λειτουργία παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων, εάν δεν έχει προηγηθεί η συνταγματική αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος. Είναι όμως έτσι;
Αυτή η ερμηνεία είναι μεν σεβαστή, ωστόσο κατά τη γνώμη μου δεν είναι η σωστή ούτε από συνταγματική ούτε από πραγματολογική σκοπιά.
Ξεκινώ από το δεύτερο. Εδώ και δεκαπέντε και χρόνια η λειτουργία παραρτημάτων αλλοδαπών πανεπιστημίων έχει επιτραπεί, κυρίως μέσω συμφωνιών πιστοποίησης (validation) που έχουν συνάψει με εταιρείες-παρόχους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, τα περίφημα κολέγια, τα περισσότερα εκ των οποίων έχουν και αμιγώς κερδοσκοπικό χαρακτήρα. Η χώρα μας έχει ήδη από το 2008 συμμορφωθεί με το ενωσιακό δίκαιο και αναγνωρίζει την επαγγελματική ισοδυναμία των τίτλων σπουδών των αναγνωρισμένων από τη χώρα ξένων πανεπιστημίων, οι οποίοι απονέμονται μέσω κολεγίων. Σειρά αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) έχει επικυρώσει την πραγματικότητα αυτή.
Μόλις πέρυσι, η Ολομέλεια του ΣτΕ έκανε ένα ακόμη μεγάλο βήμα, κρίνοντας ότι, εφόσον ο τίτλος σπουδών έχει χορηγηθεί από εκπαιδευτικό φορέα του κράτους-μέλους προέλευσης κατόπιν τριετούς, τουλάχιστον, φοιτήσεως εξ ολοκλήρου στο πρόγραμμα σπουδών αυτού και εφόσον παρέχει στο δικαιούχο πρόσβαση σε συγκεκριμένο επάγγελμα στο κράτος μέλος προέλευσης, δεν επιτρέπεται στην Ελλάδα, δηλαδή στο κράτος υποδοχής, να αρνηθεί την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων.
Με άλλα λόγια, στους νέους που φοιτούν σε κολέγια της Ελλάδας που έχουν συνάψει κάποιου είδους εκπαιδευτική συμφωνία με αναγνωρισμένα Πανεπιστήμια της αλλοδαπής, χωρίς καν να χρειαστεί να ταξιδέψουν στο εξωτερικό, απονέμονται τίτλοι σπουδών ισοδύναμοι επαγγελματικά με τα πτυχία που χορηγούν τα ελληνικά δημόσια Πανεπιστήμια.
Οι νέοι αυτοί, πέραν των άλλων επαγγελματικών επιλογών τους, έχουν νόμιμο δικαίωμα να προσλαμβάνονται στον δημόσιο τομέα ή εάν είναι απόφοιτοι νομικών σχολών να γίνονται δικηγόροι, δικαστές, συμβολαιογράφοι κ.ο.κ. Το μόνο στοιχείο που λείπει από τους τίτλους σπουδών που χορηγούν τα κολέγια είναι η ακαδημαϊκή αναγνώριση. Οι απόφοιτοί τους, δηλαδή, δεν μπορούν να κάνουν μεταπτυχιακό ή διδακτορικό σε ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο ή να γίνουν καθηγητές πανεπιστημίου.
Μα αυτό είναι όλο θα αναρωτηθεί κάποιος; Ναι και τίποτε περισσότερο, περί όνου σκιάς λοιπόν η αντιπαράθεση.
Θυμίζω ακόμη ότι η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα του προηγμένου κόσμου η οποία απαγορεύει τη λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων αρνούμενη να συνειδητοποιήσει ότι τα εκπαιδευτικά σύνορα έχουν προ πολλού καταρρεύσει και ότι καθημερινά οικοδομούνται νέες διασυνοριακές εκπαιδευτικές συνεργασίες, με φυσική παρουσία ή εξ αποστάσεως, που διευρύνουν τους εκπαιδευτικούς ορίζοντες των ανθρώπων του πλανήτη μας. Περισσότεροι από έξι εκατομμύρια φοιτητές αναζητούν νέα «εκπαιδευτική πατρίδα» κι εμείς τους κλείνουμε την πόρτα οχυρωμένοι πίσω από μια χουντικής έμπνευσης απαγόρευση.
Η ριζική μεταβολή των εκπαιδευτικών, κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση αντιστοιχεί σε μια ερμηνεία των επίμαχων διατάξεων του άρθρου 16, σύμφωνη και με το ενωσιακό δίκαιο, όπως επιβάλλεται άλλωστε και από την Ερμηνευτική Δήλωση του άρθρου 28 του Συντάγματος.
Μια τέτοια σύγχρονη και απολύτως συμβατή με το Σύνταγμα ανάγνωση του άρθρου 16 εισηγήθηκε, ήδη από το 1990 με το πόρισμά της, η επιτροπή εγκρίτων νομικών που συγκρότησε ο τότε υπουργός Παιδείας κ. Βασ. Κοντογιαννόπουλος, ακολούθησε η ισχυρή μειοψηφία της Ολομέλειας του ΣτΕ το 1998 (ΣτΕ Ολ. 3457/1998), η απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ που έκρινε συνταγματική την επιβολή διδάκτρων στα μεταπτυχιακά των δημοσίων ΑΕΙ (ΣτΕ Ολ. 2411/2012), ενώ σήμερα πια την υποστηρίζουν και κορυφαίοι συνταγματολόγοι της χώρας (Νικ. Αλιβιζάτος, Ευάγγ. Βενιζέλος, Αντ. Μανιτάκης, Βασ. Σκουρής, Ιωάν. Σαρμάς κ.ά.).
Σε τελική ανάλυση πρόκειται για μια σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία του άρθρου 16 του Συντάγματος, η οποία απορρέει αυτονόητα από τη συμμετοχή της χώρας μας στην ΕΕ. Και για να είμαστε ρεαλιστές, αυτή η ερμηνευτική προσέγγιση του Συντάγματος θα ήταν αδιανόητη το 1975, όταν καθιερώθηκαν οι απαγορευτικές διατάξεις του άρθρου 16. Από τη στιγμή όμως που το σύνολο του δημοκρατικού κόσμου της χώρας αποφάσισε να συνυφάνει τις τύχες της με την Ευρώπη, η καθήλωση σε μια συνταγματική ερμηνεία που διαψεύδεται καθημερινά από την πραγματικότητα, που ακυρώνεται εν τοις πράγμασι από τη λειτουργία των κολεγίων, που οδηγεί στην εκπαιδευτική μετανάστευση χιλιάδες νέους και νέες, αποτελεί ένα συνταγματικό αναχρονισμό που κρατά τη χώρα μας στο περιθώριο των διεθνών εξελίξεων.