2025/02/13 at 2:57 ΜΜ 13/02/2025 newsroom
Του Στέλιου Παπαθανασόπουλου
Η 13η Φεβρουαρίου έχει οριστεί ως η Παγκόσμια Μέρα Ραδιοφώνου και αποσκοπεί στην εξύμνηση του ραδιοφώνου ως μέσου επικοινωνίας. Το ραδιόφωνο εξακολουθεί να είναι το πιο ανθεκτικό και διαδεδομένο μέσο όλων των εποχών. Η τηλεόραση και το διαδίκτυο έχουν μειώσει την εμβέλειά του, αλλά το ραδιόφωνο παραμένει επίκαιρο και απαραίτητο. Η έλευση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στον 21ο αιώνα ενσωμάτωσε το ραδιόφωνο με το νεότερο μέσο που επηρεάζει τους ακροατές και τους ραδιοφωνικούς σταθμούς αν και το ραδιόφωνο θεωρείται ότι πάντα ήταν ένα «κοινωνικό μέσο», από το πολύ πρώιμο στάδιο της λειτουργίας του, αφού ενείχε τα στοιχεία της ισότιμης επικοινωνίας και διάδρασης ανάμεσα στους χρήστες του ασχέτως αν στη συνέχεια μετατράπηκε σε εμπορικό εργαλείο στο εμπορικό κυνήγι της προσοχής του κοινού. Ο εορτασμός της Παγκόσμιας Ημέρας Ραδιοφώνου αναγνωρίζει το μοναδικό ρόλο και την εμβέλεια του ως μέσο που προσεγγίζει το μεγαλύτερο κοινό, καθώς προσεγγίζει το 95% του παγκόσμιου πληθυσμού. Καθιερώθηκε ως ημερομηνία από την UNESCO στις 29 Σεπτεμβρίου 2011, μετά από εισήγηση της Ισπανικής Ακαδημίας Ραδιοφώνου, και η 13η Φεβρουαρίου συνδέεται με την αντίστοιχη μέρα του 1947 όπου και λειτούργησε για πρώτη φορά το ραδιόφωνο του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.
Το μέσο του ραδιοφώνου
Το ραδιόφωνο αποτελεί ίσως το πιο χαρακτηριστικό μέσο μαζικής επικοινωνίας του 20ού αιώνα, έχοντας διανύσει μια μακρά πορεία από την άνθηση μέχρι την εν μέρει παρακμή του. Πριν την εμφάνιση της τηλεόρασης, υπήρξε το κυρίαρχο μέσο μαζικής ψυχαγωγίας, ενημέρωσης και επιμόρφωσης, παρέχοντας στους ανθρώπους μια νέα και συναρπαστική εμπειρία. Μέσα από τους ήχους, τις φωνές και τη μουσική, το ραδιόφωνο έφερε τον κόσμο πιο κοντά, γεφυρώνοντας αποστάσεις και ανοίγοντας νέους ορίζοντες στην πολιτιστική ανάπτυξη και την ψυχαγωγία.
![](https://medianalysis.net/wp-content/uploads/2025/02/20241126_111834.jpg?w=574)
Φωτογραφία: Στέλιος Παπαθανασόπουλος
Αν και υπήρξε ο προπομπός της τηλεοπτικής επανάστασης, η μαζική διάδοση της τηλεόρασης ανέκοψε την πορεία του. Ωστόσο, αν ανατρέξουμε στην εξέλιξή του, θα διαπιστώσουμε ότι το ραδιόφωνο μοιράζεται κοινά στοιχεία με τα σύγχρονα μέσα επικοινωνίας, όπως το Διαδίκτυο και τις ψηφιακές πλατφόρμες, συνδέοντας το παρελθόν με το παρόν.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1910 μέχρι τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ραδιοερασιτέχνες δημιούργησαν έναν νέο κόσμο επικοινωνίας, συναρμολογώντας απλούς πομπούς και δέκτες στις γειτονιές τους. Ο πόλεμος αποτέλεσε το ορόσημο για την ανάπτυξη του ραδιοφώνου, κυρίως για στρατιωτικούς σκοπούς, αλλά και για την εκπαίδευση στις ασύρματες επικοινωνίες. Οραματιστές της εποχής διείδαν τις δυνατότητες της ασύρματης μετάδοσης και την αναγνώρισαν ως μια μοναδική ευκαιρία να προσφέρουν στον άνθρωπο έναν νέο, ακουστικό κόσμο.
Η τηλεόραση, αντλώντας από την οργάνωση και το ανθρώπινο δυναμικό του ραδιοφώνου, συχνά «δανείστηκε» το περιεχόμενό του. Όμως, τη δεκαετία του 1980, η απελευθέρωση των ραδιοσυχνοτήτων από τα κρατικά μονοπώλια ανέδειξε εκ νέου τη δυναμική του μέσου, με την Ευρώπη να πρωτοστατεί στις εξελίξεις, ξεκινώντας από τις συχνότητες των FM. Στην Ελλάδα, η απορρύθμιση του ραδιοφώνου ακολούθησε παρόμοια πορεία με άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Παρά τις προκλήσεις της ψηφιακής εποχής, το ραδιόφωνο συνεχίζει να παραμένει ζωντανό και ανθεκτικό. Ήταν και παραμένει το πρότυπο για τα σύγχρονα ηλεκτρονικά μέσα, αποτελώντας έναν οδηγό για την εξέλιξή τους. Σε στιγμές κρίσεων, όπως οι φυσικές καταστροφές, το ραδιόφωνο διατηρεί την ασύγκριτη αμεσότητά του, προσφέροντας πληροφορίες σε πραγματικό χρόνο, ακόμα κι όταν άλλα μέσα επικοινωνίας σιγούν.
Οι χώρες με υψηλό πολιτιστικό επίπεδο συνεχίζουν να δείχνουν έντονη προτίμηση στο ραδιόφωνο, καθώς αυτό εξακολουθεί να ενεργοποιεί τη φαντασία των ακροατών και να δημιουργεί μοναδικές στιγμές, όπως αυτή της διάσημης ραδιοφωνικής προσαρμογής του «Πολέμου των Κόσμων» από τον Όρσον Ουέλς το 1938.
Στην ψηφιακή εποχή
Μελετητές επισημαίνουν πως το ραδιόφωνο δεν πρόκειται να εξαφανιστεί στον ψηφιακό κόσμο, αφού έχει κατορθώσει να προσαρμοστεί και να επαναπροσδιορίσει τον ρόλο του μέσα από τις αναλογικές και ψηφιακές τεχνολογίες, παραμένοντας αναπόσπαστο μέρος του σύγχρονου επικοινωνιακού γαλαξία.
![](https://medianalysis.net/wp-content/uploads/2025/02/pexels-photo-3587478.jpeg)
Η εποχή του ραδιοφώνου FM (διαμόρφωση συχνότητας) φτάνει σχεδόν στο τέλος της, αφήνοντας δύο δρόμους ανοιχτούς για το μέλλον της ραδιοφωνικής τεχνολογίας: Ψηφιακός ήχος (DAB) και η ροή μέσω διαδικτύου. Η ραδιοφωνική μορφή DAB (συμπεριλαμβανομένης της καλύτερης εκδοχής του, DAB+) έχει χαμηλότερο λειτουργικό κόστος σε σύγκριση με το streaming. Στην πραγματικότητα, το ραδιόφωνο που μεταδίδεται μέσω διαδικτυακού πρωτοκόλλου είναι λιγότερο επεκτάσιμο όταν πρόκειται για μεγαλύτερο αριθμό χρηστών, εκτός αν γίνουν σημαντικές επενδύσεις στην υποδομή. Το ραδιοφωνικό σήμα DAB, από την άλλη πλευρά, μεταδίδεται σε ένα εύρος ζώνης που μπορεί να διαθέσει ποικίλο αριθμό σταθμών και ακροατηρίων.
Το ραδιόφωνο DAB είναι επί του παρόντος η πιο κερδοφόρα τεχνολογία για τη μετάδοση του ραδιοφωνικού σήματος, με το χαμηλότερο κόστος ανά ώρα. Από την άποψη του ακροατή, το ραδιόφωνο DAB είναι ελεύθερο στον αέρα, ενώ η ροή μέσω διαδικτύου δεν είναι, πράγμα που σημαίνει ότι το παραδοσιακό ζωντανό ραδιόφωνο πιθανότατα δεν πρόκειται να μεταφερθεί σύντομα πλήρως στο διαδίκτυο και το ραδιόφωνο DAB θα εξακολουθεί να είναι η κύρια τεχνολογία μετάδοσης για τα γραμμικά μέσα ενημέρωσης. Επιπλέον, η κατανάλωση ψηφιακού ραδιοφώνου συνδέεται στενά με την ακρόαση στο αυτοκίνητο. Το 2019, μια Οδηγία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία πιθανότατα θα εφαρμοστεί τα επόμενα δύο χρόνια, απαιτεί όλα τα νέα αυτοκίνητα που πωλούνται στην Ε.Ε. να διαθέτουν επίγειο ψηφιακό ραδιόφωνο (DAB+) για λόγους ασφαλείας.
Το παραδοσιακό ερτζιανό ραδιόφωνο είναι απίθανο να μεταδοθεί σε απευθείας σύνδεση, ωστόσο, ένα μεγάλο μέρος του δημοφιλούς ραδιοφωνικού περιεχομένου πρέπει να προσαρμοστεί στην ακρόαση κατά παραγγελία, που ωθείται από την κατανάλωση μέσων από το κοινό των κινητών τηλεφώνων. Στην πραγματικότητα, στοιχεία που βασίζονται σε έρευνα για την περίπτωση της Βρετανίας έδειξαν ότι ο ήχος κατά παραγγελία αναπαράγεται περισσότερο σε έξυπνα κινητά παρά σε υπολογιστές. Η παροχή ραδιοφωνικού περιεχομένου μέσω υπηρεσιών κατά παραγγελία έχει επίσης το πλεονέκτημα να προσεγγίζει δυνητικά μεγαλύτερο ακροατήριο και να έχει καλύτερη οικονομική απόδοση.
Το ερώτημα όμως που προκύπτει είναι ότι γιατί ενώ εγκαταλείπουμε το ραδιόφωνο FM, δεν μεταβαίνουμε απευθείας στο online streaming; Ο λόγος είναι ότι το ραδιόφωνο ψηφιακής εκπομπής ήχου (DAB) εξακολουθεί να έχει χαμηλότερο κόστος μετάδοσης και υποδομής από το ραδιόφωνο που εκπέμπεται μέσω διαδικτυακού εν κινήσει (mobile internet). Σύμφωνα με στοιχεία που προέρχονται από σχετική μελέτη στο Λονδίνο διαφάνηκε ότι η μετάδοση μέσω unicast IP είχε κόστος 1,4 φορές υψηλότερο από το DAB, με βάση μια εξίσου εκτεταμένη εμβέλεια. Σε απόλυτες τιμές, το DAB είναι η τεχνολογία με το χαμηλότερο κόστος λειτουργίας ανά ώρα, σε σύγκριση με τα FM ή το internet streaming (UK Governemnt, 2021).
Τα podcast φαίνεται να είναι πιο δημοφιλή μεταξύ των Millennials και της γενιάς Z απ’ ό,τι μεταξύ των παλαιότερων γενεών. Περισσότερο από το ένα τρίτο των ατόμων ηλικίας κάτω των 35 ετών ανέφεραν ότι ακούνε τακτικά podcast. Η Σουηδία ήταν η μόνη από τις χώρες του δείγματος όπου το 36% των ενηλίκων μεταξύ 36 και 45 ετών ανέφερε σχεδόν την ίδια ένταση ακρόασης με τις νεότερες ηλικιακές ομάδες. Το ραδιόφωνο ακουγόταν συχνότερα από άτομα άνω των 40 ετών, ωστόσο οι νεότερες γενιές δεν το έχουν εγκαταλείψει ακόμη εντελώς: το 61% των ατόμων ηλικίας 15-25 ετών και το 75% των ατόμων ηλικίας 26-35 ετών ακούνε ραδιόφωνο τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα (Statista, 2022, 2024).
![](https://medianalysis.net/wp-content/uploads/2025/02/pexels-photo-1054713.jpeg)
Καθολική διείσδυση
Το ραδιόφωνο είναι ένα μέσο που έχει καθολική διείσδυση στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς το 99% των ευρωπαϊκών νοικοκυριών διαθέτουν τουλάχιστον ένα ραδιοφωνικό δέκτη. Σύμφωνα με την ΟΥΝΕΣΚΟ, ο αριθμός των ραδιοφωνικών συσκευών στην Ε.Ε. ανερχόταν στα 340 εκατομμύρια το 1997 και περίπου στα 2 δισεκατομμύρια σε όλο τον κόσμο. Για την Ε.Ε. ο αριθμός αυτός αντιστοιχεί σε 2,3 ραδιόφωνα ανά νοικοκυριό. Όμως, ανάμεσα στο 1994 και το 2000, ο αριθμός των ραδιοφωνικών σταθμών στην Ε.Ε. μειώθηκε από 7.600 σε 5.500 σταθμούς. Από αυτούς οι 5.100 είναι ιδιωτικοί και οι 400 δημόσιοι.
![](https://medianalysis.net/wp-content/uploads/2025/02/pexels-photo-4480527.jpeg)
Σύμφωνα με τη Eurostat (2018), η Ισπανία κατέχει την πρώτη θέση με 781 σταθμούς, ακολουθούμενη από την Ιταλία με 701 και την Ελλάδα με 614. Η Πορτογαλία ακολουθεί στην 5η θέση με 298 ραδιοφωνικούς σταθμούς. Από την άλλη πλευρά, η Γαλλία είναι ένας από τους μεγαλύτερους εργοδότες στο Ευρωπαϊκό ραδιόφωνο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η επίδραση της οικονομικής κρίσης είναι εμφανής και σε αυτό τον κλάδο των μέσων ενημέρωσης, καθώς από το 2010 έως το 2018 καταγράφεται σημαντική μείωση των ραδιοφωνικών σταθμών. Για παράδειγμα, η Ισπανία υπέστη μείωση όσον αφορά τους ραδιοφωνικούς της σταθμούς κατά 30,5%, ακολουθούμενη από την Ιταλία (-25,5%), την Ελλάδα (-25%) και την Κύπρο (-22,7%). Η Γαλλία είχε αρνητικό ποσοστό -6,4%, πιο κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο (-5,1%). Αντίθετα, η Πορτογαλία ήταν η μόνη χώρα της ομάδας αυτής όπου ο αριθμός των ραδιοφωνικών σταθμών αυξήθηκε (+9,5%).
Μια πιο σύνθετη εξέλιξη παρατηρείται στον αριθμό των ραδιοφωνικών επιχειρήσεων στην περιοχή των Σκανδιναβικών χωρών. Στη Νορβηγία, ο συνολικός αριθμός, ο οποίος ήταν αρχικά πολύ υψηλός, μειώθηκε αισθητά από το 2000 έως το 2018. Μια εξίσου συνεπής αλλά λιγότερο δραματική μείωση σημειώθηκε στη Δανία, ενώ στη Φινλανδία και τη Σουηδία σημειώθηκε μια μικρή αύξηση των επιχειρήσεων ραδιοφωνικής μετάδοσης από το 2010 έως το 2015, ακολουθούμενη από μια μικρή μείωση.
Πίνακας 1: Αριθμός Ραδιοφωνικών σταθμών
![](https://medianalysis.net/wp-content/uploads/2024/02/pinakas-1-arithmos-radiofonikon-stathmon.png?w=700)
Όπως είναι αναμενόμενο, η πτώση του αριθμού των ραδιοφωνικών σταθμών εκδηλώνεται και στον αριθμό των εργαζομένων που εργάζονται στον ραδιοφωνικό κλάδο. Τα χρόνια που ακολούθησαν την οικονομική κρίση του 2008 είχαν δυσμενείς επιπτώσεις για τα άτομα που απασχολούνται στο ραδιόφωνο στη Νότια Ευρώπη. Συγκεκριμένα στην Ελλάδα σχεδόν οι μισοί από τους εργαζόμενους στο ραδιόφωνο έχασαν την εργασία τους. Στην Ιταλία σχεδόν το 40% των εργαζομένων απολύθηκε, ενώ στην Κύπρο οι απολυμένοι εργαζόμενοι ανέρχονταν σε περίπου 35% και στην Ισπανία σε 28,5%. Όσον αφορά την απασχόληση στο ραδιόφωνο, η Γαλλία αποτελεί εξαίρεση, καθώς η απασχόληση αυξήθηκε οριακά (0,2%) από το 2010 έως το 2018.
Η τάση αυτή είναι ορατή και στην Ανατολική Ευρώπη, καθώς η Πολωνία είναι η μόνη χώρα της περιοχής με θετικό ρυθμό μεταβολής (+26,34) την περίοδο 2010-2018. Για παράδειγμα, στη Σλοβακία μόλις 40 άτομα απασχολούνταν στον τομέα των ραδιοφωνικών εκπομπών το 2017. Συνολικά, κατά την περίοδο 2010-2018 η μεγαλύτερη απώλεια θέσεων εργασίας στον ραδιοφωνικό κλάδο εντοπίζεται στην Ουγγαρία (-55,65), ακολουθούμενη από τη Λιθουανία (-51,61) και την Τσεχία (-43,19).
Στη Βορειοδυτική Ευρώπη, ο αριθμός των εργαζομένων στον ραδιοφωνικό κλάδο από το 2010 έως το 2018 μειώθηκε ακόμη περισσότερο από τον αριθμό των σταθμών, γεγονός που υποδηλώνει ότι πολλοί από τους εμπορικούς σταθμούς βασίστηκαν σε playlists που δημιουργούνται από ηλεκτρονικούς υπολογιστές, εξοικονομώντας παράλληλα προσωπικό. Η μόνη εξαίρεση φαίνεται να είναι η Αυστρία, όπου ένας συγκριτικά μικρός αριθμός εμπορικών σταθμών μπορεί να αντισταθμιστεί από την αύξηση του προσωπικού στο ORF. Στη σκανδιναβική περιοχή παρατηρείται επίσης μια μικρή μείωση του αριθμού των εργαζομένων στο ραδιόφωνο από το 2010 και μετά.
Πίνακας 2: Διαφημιστική δαπάνη στο Ευρωπαϊκό ραδιόφωνο (%)
![](https://medianalysis.net/wp-content/uploads/2024/02/pinakas-2-diafimistiki-dapani-radiofono.png)
Η διαφημιστική δαπάνη για το ραδιόφωνο παρέμεινε μάλλον σταθερή όλα αυτά τα χρόνια για την πλειονότητα των υπό εξέταση χωρών, ακόμη και στις χώρες που επλήγησαν από την οικονομική κρίση. Με εξαίρεση την Ελλάδα, το διαφημιστικό μερίδιο για το ραδιόφωνο ήταν μάλλον σταθερό, κυμαινόμενο από 4 έως 9% της συνολικής διαφημιστικής δαπάνης. Επομένως, μπορούμε να πούμε ότι παρόλο που η συνολική διαφημιστική δαπάνη επηρεάστηκε από την κρίση, ιδίως από το 2009 έως το 2014, η ραδιοφωνική διαφημιστική δαπάνη δεν επηρεάστηκε το ίδιο σοβαρά.
Η διαφημιστική δαπάνη στο ραδιόφωνο παρουσιάζει μόνο μικρές διακυμάνσεις στη Βορειοδυτική Ευρώπη, με μέγιστα μεταξύ 2000 και 2015 σε όλες τις χώρες εκτός από την Αυστρία, όπου τα διαφημιστικά χρήματα στο ραδιόφωνο κορυφώθηκαν το 1990 και μειώνονταν συνεχώς, μέχρι το 2019 κατά περισσότερο από πενήντα τοις εκατό.
Στην περιοχή της Ανατολικής Ευρώπης, αν και δεν υπάρχουν τεράστιες διακυμάνσεις εντός των ίδιων των χωρών, υπάρχουν σημαντικές διαφορές στις δαπάνες ραδιοφωνικής διαφήμισης μεταξύ των χωρών. Το 2019 το διαφημιστικό μερίδιο για το ραδιόφωνο ήταν 0,9 για τη Βουλγαρία, ενώ για την Εσθονία και τη Λετονία διαμορφώθηκε στο 11,3% και 13%, αντίστοιχα.
Τέλος, στις Σκανδιναβικές χώρες παρατηρείται μια ελαφρά ανοδική τάση της ραδιοφωνικής δαπάνης σε όλες τις χώρες, με αξιοσημείωτη εξαίρεση τη Νορβηγία με σχεδόν 30 εκατ. ευρώ πτώση από το 2015 έως το 2019.
Συνολικά, τα διαθέσιμα στοιχεία σχετικά με τη διαφημιστική δαπάνη που επενδύεται στη ραδιοφωνική αγορά υποδηλώνουν ότι το ραδιόφωνο εξακολουθεί να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της βιομηχανίας των μέσων ενημέρωσης σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Παρόλο που η επίγεια ραδιοφωνική μετάδοση εξακολουθεί να παραμένει η κύρια πλατφόρμα διανομής, τα σχετικά στοιχεία επιβεβαιώνουν ότι το διαδικτυακό ραδιόφωνο δεν αποτελεί πλέον απλώς συμπλήρωμα των FM, αλλά το αντικαθιστά, ιδίως όσον αφορά τους νεότερους ακροατές (Cordeiro, 2012, σ. 494). Με την άνοδο των υπηρεσιών και των πλατφορμών streaming οι εμπορικές ραδιοφωνικές επιχειρήσεις μπορεί να αρχίσουν να αξιοποιούν την εμπειρία τους στην αγορά και να επιλέξουν μια νέα στρατηγική που να συγχαίρει την επέκταση πέραν των εθνικών τους συνόρων- αν και, λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του ως μέσου και της προφορικής του φύσης, το ραδιόφωνο, θεωρούνταν ανέκαθεν δύσκολο μέσο για διεθνοποίηση, οι τεχνολογικές εξελίξεις ανοίγουν το δρόμο για μια «πιο ποικίλη και άμεση αλληλεπίδραση με το κοινό και τρόπους διαφήμισης που υπερβαίνουν το απλό ραδιοφωνικό σποτ» (Βοnet & Fernández-Quijada, 2021, σ.13).
Ραδιοακρόαση
Ο μέσος Ευρωπαίος ακούει ραδιόφωνο 138 λεπτά την ημέρα, τo 69% των Γερμανών και το 67% των Ιρλανδών ακούει ραδιόφωνο καθημερινά. Κατά μέσο όρο το 53% των Ευρωπαίων ακούει ραδιόφωνο καθημερινά, ενώ μόνον το 40% των Ελλήνων κάνει το ίδιο, και οι περισσότεροι από αυτούς το ακούν κυρίως στο αυτοκίνητο και βεβαίως από τα κινητά τηλέφωνα. Η ψηφιακή ραδιοφωνία αρχίζει να αναπτύσσεται έντονα και στην Ευρώπη, ενώ οι περισσότεροι σταθμοί μεταδίδουν το πρόγραμμά τους και διαμέσου του διαδικτύου.
Με εξαίρεση την Κύπρο και την Ελλάδα, όλες οι χώρες της Νότιας Ευρώπης βρίσκονται κάτω από το μέσο όρο της ΕΕ28 όσον αφορά το ποσοστό των ερωτηθέντων που ακούνε ραδιόφωνο κάθε μέρα ή σχεδόν κάθε μέρα (Statista, 2020).
![](https://medianalysis.net/wp-content/uploads/2024/02/diagramma-1-1.png?w=700)
Όπως φαίνεται στο Διάγραμμα 1, η ακροαματικότητα του ραδιοφώνου έχει μειωθεί ελαφρώς κατά τη διάρκεια των 30 ετών, με τη μεγαλύτερη πτώση στις Σκανδιναβικές χώρες και τη Νότια Ευρώπη από το 200. Για τη Νότια Ευρώπη, η μεγαλύτερη πτώση της ακροαματικότητας του ραδιοφώνου σημειώθηκε στην Πορτογαλία και την Ισπανία. Στην περιοχή της Βόρειας – Δυτικής Ευρώπης παρατηρείται επίσης πτώση κατά την ίδια περίοδο, ωστόσο όχι τόσο απότομη. Αντίθετα, στην Ανατολική Ευρώπη και μετά από μια μικρή πτώση, η ακροαματικότητα το 2019 επανέρχεται στα επίπεδα του 2000.
Το 2020 η ημερήσια ραδιοφωνική ακρόαση στη Νότια Ευρώπη ήταν κατά μέσο όρο 133 λεπτά. Η μεσογειακή τάση είναι επομένως λίγο χαμηλότερη από την ευρωπαϊκή διάμεση τιμή των 138 λεπτών ημερησίως (EBU, 2020). Οι συνήθειες ημερήσιας ραδιοφωνικής ακρόασης κυμαίνονται από 84 λεπτά για την Πορτογαλία έως 148 λεπτά για την Κύπρο και 198 λεπτά για την Ελλάδα. Για την Ανατολική Ευρώπη, η Σλοβακία είναι η μόνη με αύξηση των λεπτών καθημερινής ακρόασης. Η μεγαλύτερη πτώση παρατηρείται στην Ουγγαρία. Και στις τέσσερις χώρες της σκανδιναβικής περιοχής ο χρόνος ακρόασης μειώθηκε από το 2000 έως το 2019, με τη μεγαλύτερη πτώση να καταγράφεται στη Δανία, που αντιστοιχεί σε 90 λεπτά λιγότερου χρόνου ακρόασης ανά ημέρα. Η μικρότερη πτώση καταγράφηκε στη Φινλανδία. Οι εξελίξεις στην ακροαματικότητα του ραδιοφώνου δεν ήταν τόσο δραματικές στη Βόρεια – Δυτική Ευρώπη, με όλες τις χώρες αυτής της ομάδας να βρίσκονται αρκετά πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Το ραδιόφωνο είναι πιο δημοφιλές στην Αυστρία και την Ιρλανδία, και το λιγότερο στο γαλλόφωνο Βέλγιο, τις Κάτω Χώρες και το Ηνωμένο Βασίλειο.
![](https://medianalysis.net/wp-content/uploads/2025/02/ce95ceb9cebacf8ccebdceb12-1.jpg?w=587)
Παρόλο που το ραδιόφωνο είναι λιγότερο ελκυστικό από ό,τι ήταν στο παρελθόν, εξακολουθεί να είναι το μέσο με τη μεγαλύτερη αξιοπιστία. 57% των Ευρωπαίων πολιτών δηλώνουν ότι εμπιστεύονται περισσότερο το ραδιόφωνο (EBU, 2020; EC, 2019). Οι πολίτες των Σκανδιναβικών χωρών τείνουν να εμπιστεύονται περισσότερο το ραδιόφωνο, με το 80% των ερωτηθέντων στη Σουηδία, το 78% τόσο στη Δανία όσο και στη Φινλανδία να δηλώνουν ότι εμπιστεύονται το ραδιόφωνο (EC, 2019).
Η αξιοπιστία του ραδιοφώνου είναι επίσης πολύ υψηλή στη βορειοδυτική Ευρώπη με 77% των ερωτηθέντων στις Κάτω Χώρες, 71% στη Γερμανία και 68% στην Αυστρία και την Ιρλανδία. Το χαμηλότερο ποσοστό στην περιοχή σημειώνεται στο Ηνωμένο Βασίλειο με 44% των θετικών ερωτηθέντων. Όσον αφορά τη Νότια Ευρώπη, οι ερωτηθέντες στην Πορτογαλία δήλωσαν ότι εμπιστεύονται το ραδιόφωνο καθώς και την τηλεόραση (και τα δύο 67%). Η εμπιστοσύνη στο ραδιόφωνο στην Ισπανία μειώθηκε απότομα σε σχέση με το 2018, με το 44% των πολιτών να εκφράζει δυσπιστία το 2019. Μια άλλη αξιοσημείωτη εξαίρεση είναι η Ελλάδα, όπου οι πολίτες δυσπιστούν σε όλα τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης (62% δυσπιστούν στο ραδιόφωνο) και αντ’ αυτού στρέφονται στο διαδίκτυο για να ενημερωθούν. Η δυσπιστία προς το ραδιόφωνο στην Τουρκία είναι εξίσου υψηλή με την Ελλάδα (61%) με τους Τούρκους πολίτες να στρέφονται στην τηλεόραση και το διαδίκτυο ως πιο αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης (EBU, 2020). Από το 2018 η εμπιστοσύνη στο ραδιόφωνο αυξάνεται στη Ρουμανία (61%, +10 ποσοστιαίες μονάδες) και στη Βουλγαρία (51%, +6) το 2019 (βλ. σχετικές περιφερειακές εκθέσεις).
Αν και η τηλεόραση, και πλέον τo διαδίκτυο, κυριαρχούν στο επικοινωνιακό πεδίο, το ραδιόφωνο προς έκπληξη όλων παραμένει ένα μέσο με απαράμιλλη δύναμη και σημασία. Παγκοσμίως, εξακολουθεί να είναι το μέσο επικοινωνίας με τη μεγαλύτερη εμβέλεια και αντίκτυπο. Κάθε δείκτης – οικονομικός, δημογραφικός, κοινωνικός και δημοκρατικός – υποδηλώνει ότι το ραδιόφωνο, αντί να ξεθωριάζει, επιστρέφει στη συνείδησή μας και στον πολιτισμό μας.
Αναφορές
Bonet, M., & Fernández-Quijada, D. (2021). Sounds without borders: Exploring the cross-national expansion of commercial European Radio Groups
Debande, Ο., & Chetrit, G. (2001). The European audiovisual industry: An overview – 07/09/01 – Final version. Retrieved August 17, 2021, from https://www.eib.org/attachments/pj/pjaudio_en.pdf
Commission of the European Communities (2024). Directive (EU) 2022/2380 of the European Parliament and of the Council of 23 November 2022 amending Directive 2014/53/EU on the harmonisation of the laws of the Member States relating to the making available on the market of radio equipment. PE/44/2022/REV/1
Directive 2014/53/EU of the European Parliament and of the Council of 16 April 2014 on the harmonisation of the laws of the Member States relating to the making available on the market of radio equipment and repealing Directive 1999/5/EC Text with EEA relevance
EBU. (2021). Audience trends: Television 2021. Geneva. Retrieved from Retrieved from https://www.ebu.ch/mis.
Eumeplat Project (2021). Patterns in media production: regional models. https://www.eumeplat.eu/wp-content/uploads/2022/09/D1.1_Patterns-in-media-production.-Regional-models.pdf
Eurobarometer. (2019). Standard Eurobarometer 92 (autumn 2019): Media use in the European Union. European Union. Retrieved August 13, 2021, from https://op.europa.eu/s/peWF.
Eurostat. (2018). Annual detailed enterprise statistics for services (NACE Rev. 2 H-N and S95). Retrieved April 17, 2021, from https://ec.europa.eu/eurostat/databrowser/view/SBS_NA_1A_SE_R2__custom_1330783/default/table?lang=en.
Eurostat. (2021a). Annual detailed enterprise statistics for services. (NACE Rev. 2 H-N and S95) [sbs_na_1a_se_r2]. Retrieved September 18, 2021, from https://appsso.eurostat.ec.europa.eu.
Eurostat. (2021b). Households with broadband internet. Retrieved December 16, 2022, from https://ec.europa.eu/eurostat/databrowser/view/tin00073/default/table?lang=en.
Papathanassopoulos, S., Giannouli, I., Archontaki, I., Karadimitriou, A. (2023). The Media in Europe 1990–2020. In: Papathanassopoulos, S., Miconi, A. (eds) The Media Systems in Europe. Springer Studies in Media and Political Communication. Springer, Cham. https://doi.org/10.1007/978-3-031-32216-7_3
Papathanassopoulos, S., Giannouli, I., Archontaki, I. (2023). The Media in Southern Europe: Continuities, Changes and Challenges. In: Papathanassopoulos, S., Miconi, A. (eds) The Media Systems in Europe. Springer Studies in Media and Political Communication. Springer, Cham. https://doi.org/10.1007/978-3-031-32216-7_6
Statista. (2020, March). Europe: Radio usage frequency 2019. Retrieved August 15, 2021, from https://www.statista.com/statistics/422668/europe-radio- usage- frequency.
Magnaye, R.C.F. & Tarusan, M.A.E. (2023). «The Old and The New: Radio and Social Media Convergence,» SSRG International Journal of Communication and Media Science, vol. 10, no. 2, pp. 44-62, 2023. https://doi.org/10.14445/2349641X/IJCMS-V10I2P105
Statista (2022) Global Consumer Survey – Consumer Reports 2022. https://www.statista.com/page/gcs_consumer_reports
Statista (2024) Podcasting worldwide – statistics and facts. https://www.statista.com/study/74728/podcasting-worldwide/
UK Government (2021). Digital Radio and Audio Review. https://assets.publishing.service.gov.uk/media/6294a4e0d3bf7f03667c6558/Digital_Radio_and_Audio_Review_FINAL_REPORT_single_view.pdf