2025/05/27 at 8:56 ΠΜ 27/05/2025 newsroomΕντυπωσιακές ομιλίες από τον Βαγγέλη Βενιζέλο και τη
Γιάννα Αγγελοπούλου σε παρουσίαση βιβλίου για τους
Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004: θετικό το πρόσημο για την
Ελλάδα από τη διοργάνωση.
Το βιβλίο του δημοσιογράφου Γιώργου Λακόπουλου, «Η
Μπαλάντα των Ολυμπιακών Αγώνων», από τις εκδόσεις
Λιβάνη, παρουσιάσθηκε στην αίθουσα της ΕΣΗΕΑ, τη
Δευτέρα 26 Μαΐου 2025.
Στο πάνελ των ομιλητών εκτός από τον συγγραφέα ήταν
Γιάννα Αγγελοπούλου-Δασκαλάκη και ο Ευάγγελος
Βενιζέλος, ενώ την παρουσίαση συντόνισε ο
δημοσιογράφος Παύλος Τσίμας.
Παρόντες μεταξύ άλλων ήταοι: Όλγα Γεροβασίλη,Αλέκος
Παπαδόπουλος, Γιάννης Πανούσης ,Χρήστος
Παπουτσής,Μαρία Δαμανάκη, Χρήστος Στυλιανίδης, Κώστας
Ζαχαριάδης, ,Παναγιώτης Ρουμελιώτης, Ανδρέας Δρυμιώτης,
Γιάννης Σγούρος, Πάρις Κουκουλόπουλος, Κατερίνα
Μπατζελή, Μάρτων Σίμιτσεκ, Κώστας Λαλιώτης, Προκόπης
Παυλόπουλος, Μιχάλης Κατρίνης, Συμεών Κεδίκογλου,
Γιώργος Λιάνης, Στέφανος Τζουμάκας, Νίκος Φαραντούρης,
Γιώργος Αλογοσκούφης, Κώστας Σκανδαλίδης κ.α..
Επίσης οι Θεόδωρος Αγγελόπουλος, Δημήτρης
Αγγελόπουλος και Παναγιώτης Αγγελόπουλος , στελέχη της
Οργανωτικής Επιτροπής , παράγοντες της αυτοδιοίκησης ,
αθλητές και παλαιοί εθελοντές.
Οι ομιλητές ανέτρεξαν σε σημαντικές περιόδους της
διεκδίκησης και Οργάνωσης των Αγώνων , αναφέρθηκαν
στις δυσκολίες και τις προκλήσεις που αντιμετωπίσθηκαν
αλλά και στην επιτυχία του εγχειρήματος που ηταν
κατάκτηση της χώρας και της κοινωνίας.
Σημείωσαν ότι το όφελός ήταν μεγάλο, παρ ότι η
σημαντική κληρονομιά που άφησαν οι Αγώνες δεν
αξιοποιήθηκε από την πολιτεία. Ωστόσο υπάρχει πάντα
ανάγκη για μια δημόσια συζήτηση που θα αναδείξει πως
διαμορφώθηκαν οι συνθήκες ομοψυχίας και συστράτευση
που οδήγησαν σε αποτέλεσμα το οποίο αναγνωρίσθηκε
διεθνώς ως επίτευγμα της Ελλάδας.
Από τις ομιλίες και τη συζήτηση αναδείχθηκαν ότι το
πρόσημο ήταν θετικό για τη χώρα, η δαπάνη υπήρξε
επένδυση για το μέλλον και η Οργανωτική Επιτροπή άφησε
πλεονασματικό προϋπολογισμό
Γιάννα Αγγελοπούλου Οι αγώνες έχουν αποκατασταθεί
στην συνείδηση όλων.
Στη διαμόρφωση των προϋποθέσεων που εφεραν στην
Ελλάδα τους Αγώνες και οδήγησαν στην επιτυχια τη
οργάνωση τους αναφέρθηκε η Γιάννα Αγγελοπουλου. Είναι
χαρακτηριστικά τα ακολουθα αποσπασματα από την
Οι ολυμπιακοί αγώνες του 2004, «πρώτα δημιούργησαν ένα
τεράστιο κύμα ενθουσιασμού. Τη μέρα που ακούσαμε τον
Σάμαρανγκ να λέει «Athens». Και ξανά, όταν έφθασε η ώρα
των αγώνων κι όταν ο πλανήτης ολόκληρος μας έδινε
συγχαρητήρια για την επιτυχία»- είπε η κ. Γιάννα
Αγγελοπούλου, μιλώντας στην παρουσίαση του βιβλίου «Η
μπαλάντα των Ολυμπιακών αγώνων» του Γιώργου
Λακόπουλου. «Και μετά», πρόσθεσε, «παγωμάρα,
αδιαφορία, εγκατάλειψη. Και μετά, ακόμη χειρότερα,
συκοφάντηση των αγώνων ως αιτία δήθεν της οικονομικής
κρίσης από ένα μέρος του πολιτικού συστήματος,
αντιμέτωπο με το άγος της χρεοκοπίας, που έψαχνε για
εξιλαστήριο θύμα». Αλλά «η αλήθεια έχει αποκατασταθεί
και οι αγώνες έχουν πια βρει την θέση που τους αξίζει στην
συνείδηση όλων».
Τι άφησαν πίσω, λοιπόν, οι αγώνες; Πρώτα απ’ όλα «ένα
manual για την διαχείριση μεγάλων προκλήσεων και
κρίσεων, που πρέπει να το κατεβάσουμε από το ράφι και να
το διαβάσουμε ξανά», απάντησε. Και μια κληρονομιά, που
συνίσταται σε τέσσερα «δώρα»: «Ένα, τις υποδομές –
αεροδρόμιο, μετρό, αττική οδός, παραλιακό μέτωπο, έργα
που τα συζητούσαμε και τα σχεδιάζαμε δεκαετίες, αλλά το
αγώι των αγώνων ξύπνησε τον αγωγιάτη και
ολοκληρώθηκαν. Δεύτερο, την κληρονομιά του
εθελοντισμού. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που εργάστηκαν με
αυταπάρνηση, με μόνη ανταμοιβή την περηφάνεια της
στολής του εθελοντή και δύο σάντουιτς την ημέρα. Τρίτο, το
κύρος της χώρας, την διεθνή λάμψη που κερδίσαμε το 2004
και που αν επενδύαμε σε αυτά, όπως πολλές μελέτες έχουν
τεκμηριώσει, θα κερδίζαμε σταθερά και σε διάρκεια, εθνικό
εισόδημα. Και τέταρτο, ένα νέο μοντέλο λειτουργίας του
κράτους και συνεργασίας δημόσιου-ιδιωτικού τομέα. Ίσως
ποτέ άλλοτε το κράτος δεν λειτούργησε με τέτοιον
επαγγελματισμό, οι διαδικασίες δεν έτρεχαν με τέτοια
ταχύτητα, οι άνθρωποι, οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν είχαν
τέτοια ευκαιρία να δείξουν ικανότητες και ταλέντα που πολύ
συχνά χάνονται αναξιοποίητα».
Σε ερώτηση, τέλος, τι θα άλλαζε αν μπορούσε να γυρίσει
πίσω το χρόνο, απάντησε: «να μην χάνονταν τα τρία πρώτα
χρόνια της προετοιμασίας, μέχρι το 2000. Γιατί ναι μεν η
οργανωτική επιτροπή καταφέραμε να κερδίσουμε τον
χαμένο χρόνο, αλλά στην γενικότερη ετοιμασία της χώρας
και των υποδομών η καθυστέρηση πρόσθεσε κόστος, γιατί ο
χρόνος είναι χρήμα».
Βαγγέλης Βενιζέλος : Η επιτυχία ων Αγώνων μεγάλωσε την
Ελλάδα.
Εντυπωσιακή ήταν η αναδρομή στους Αγώνες από τον
υπουργός Πολιτισμού κατά την περίοδο της προετοιμασίας
Ευάγγελο Βενιζέλο, που κατέρριψε μεταξύ άλλων τον μύθο
< υψηλού κόστους> των αγώνων>. Ολόκληρή η ομιλία του:
< Γιάννα μου, κατ’ αρχάς σε ευχαριστώ από καρδιάς για τα
λόγια σου και για τα αισθήματά σου και, αναδρομικά, για
την εξαιρετική συνεργασία που είχαμε, με το αποτέλεσμα
αυτό που περιέγραψες με τον καλύτερο τρόπο. Και βεβαίως
το συνοψίζει σε ένα βιβλίο δοκιμιακό, συνθετικό, ακριβές
από πλευράς τεκμηρίωσης, με τη γνωστή ικανότητά του ως
senior πολιτικός συντάκτης, ο Γιώργος Λακόπουλος, ο οποίος
ταυτόχρονα βλέπει τα πράγματα και από μέσα αλλά και απ’
έξω, από τις Βρυξέλλες, όχι με την οπτική γωνία των
Βρυξελλών αλλά με την οπτική γωνία ενός κοσμοπολίτη ο
οποίος ξέρει να μετράει τη χώρα μας με αντικειμενικά
κριτήρια και όχι απλώς με εσωτερικά.
Μίλησε η Γιάννα, η Γιάννα Αγγελοπούλου είναι η μεγάλη
κυρία των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας του 2004, είναι
το πρόσωπο των Ολυμπιακών Αγώνων, είναι ταυτισμένη με
τους Αγώνες, οργάνωσε τους Αγώνες ως Πρόεδρος της
Οργανωτικής Επιτροπής, αφού τους έφερε στην Ελλάδα ως
Πρόεδρος της Επιτροπής Διεκδίκησης και κινητοποίησε τους
εθελοντές, εμπνεύστηκε και διαχειρίστηκε την τελετή
έναρξης που κι αυτή έχει μείνει, ως αυτοτελές κεφάλαιο,
στην πολιτιστική ιστορία θα έλεγα του διεθνούς Ολυμπιακού
Κινήματος και όχι μόνο της χώρας. Πρόκειται για μία
δουλειά μοναδική, εξαιρετική, που υπερέβη το μέτρο.
Ανταποκριθήκαμε σε μία οργανωτική, αναπτυξιακή,
πολιτική, κοινωνική και εθνική πρόκληση και νομίζω ότι τα
φέραμε εις πέρας με μία εντυπωσιακή υπερένταση
δυνάμεων. Υπερένταση δυνάμεων υπήρξε γιατί είχαν τεθεί
υψηλοί στόχοι, η Ελλάδα ήταν η μικρότερη χώρα που
διοργάνωσε ποτέ Ολυμπιακούς Αγώνες, το χρονοδιάγραμμα
ήταν απολύτως αυστηρό, αμετάθετο, και υπήρχε συνεχής
και απηνής διεθνής έλεγχος, όχι μόνο από τη Διεθνή
Ολυμπιακή Επιτροπή αλλά και από συμφέροντα που
κινούνται γύρω από τους Ολυμπιακούς Αγώνες και από τα
διεθνή μέσα ενημέρωσης.
Δεν ξέρω αν το μοντέλο, όπως το περιγράφω, σας θυμίζει
κάτι. Το μοντέλο αυτό θυμίζει τα Μνημόνια, την περίοδο της
οικονομικής κρίσης, γιατί και πάλι έπρεπε να καταβληθεί
υπερένταση δυνάμεων και πάλι υπήρχε απηνής διεθνής
έλεγχος πολλών επιπέδων, από την Τρόικα, από τους
εταίρους μας, από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, από τις
αγορές, από τα μέσα ενημέρωσης. Τα δύο φαινόμενα είναι
απολύτως συγκρίσιμα. Και στα δύο φαινόμενα υπάρχει ένα
ζήτημα πολιτικής συναίνεσης η οποία διαμορφώθηκε
σταδιακά ή αποδιοργανώθηκε σταδιακά, και στα δύο είχαμε
εναλλαγή πολιτικών δυνάμεων στη διακυβέρνηση. Στην
οργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων θα έλεγα ότι, ευτυχώς,
αυτό συνέβη όταν είχε ολοκληρωθεί σχεδόν η προετοιμασία,
τέσσερις μήνες μόλις πριν την έναρξη των Ολυμπιακών
Αγώνων έγιναν οι εκλογές του 2004. Στην περίπτωση των
Μνημονίων, η περίοδος μοιράζεται περίπου στη μέση, 2010-
2015, 2015-2019. Άρα πρόκειται για μία κολοσσιαία εθνική
επιτυχία που είναι επιτυχία του Κράτους, επιτυχία του
ιδιωτικού τομέα εάν θεωρήσουμε ότι η Οργανωτική
Επιτροπή είναι ιδιωτικός τομέας, θα έλεγα ότι είναι ένας
ενδιάμεσος τομέας που εφάπτεται πρωτίστως με την
κοινωνία των πολιτών, αλλά η επιτυχία τρόμαξε και τους
δύο. Η επιτυχία τρόμαξε και το Κράτος, το πολιτικό σύστημα,
τρόμαξε και την κοινωνία, και τους πολίτες.
Ήθελα να ξεκινήσουμε από την αρχή, να απαντήσουμε τώρα,
τόσα χρόνια μετά, 21 χρόνια μετά, στο ερώτημα, ήταν ορθή
επιλογή η διεκδίκηση των Αγώνων ή ήταν μία επιλογή
υπερβολική, με στοιχεία επαρχιωτισμού; Γιατί ο Γιώργος
Λιάνης το 1996, λίγο πριν αντικατασταθεί από την
Πρωθυπουργία ο Ανδρέας Παπανδρέου, τον έπεισε ότι
πρέπει να υποβληθεί η αίτηση κι αυτό το ανέλαβε μετά η
κυβέρνηση Σημίτη; Νομίζω ήταν μία επιλογή απολύτως
σωστή, η οποία έφερνε την Ελλάδα αντιμέτωπη με τα
μεγέθη που την κάνουν κάτι παραπάνω από αυτό που είναι,
πληθυσμιακά, οικονομικά. Η Ελλάδα μεγαλώνει, καθίσταται
διεθνές μέγεθος με τον Αρχαίο Ελληνικό Πολιτισμό, με την
ανατολική εκδοχή του Χριστιανισμού χωρίς την οποία δεν
συγκροτείται ο χριστιανικός κόσμος, το τρίτο είναι το
Ολυμπιακό Κίνημα, δεν είναι τυχαίο ότι αυτό αναγνωρίζεται,
ότι πάντα η Ελλάδα είναι πρώτη στην παρέλαση, το τέταρτο
είναι η διασπορά και το πέμπτο η ναυτιλία. Αυτά είναι τα
πέντε στοιχεία που την μεγαλώνουν την Ελλάδα και έπρεπε
νομίζω να το κάνουμε αυτό, παρά την αποτυχία της
διεκδίκησης του 1996 και παρά τη φιλόδοξη και θα έλεγα
ατεκμηρίωτη ιδέα, να δοθούν κατ’ εξαίρεση οι Αγώνες στην
Ελλάδα χωρίς τη διαδικασία που προβλέπει η Διεθνής
Ολυμπιακή Επιτροπή. Ήταν, βεβαίως, καταλυτική η επιλογή
να ηγηθεί ένα πρόσωπο όπως η Γιάννα Αγγελοπούλου της
Επιτροπής Διεκδίκησης, να υπάρχει πρόσωπο σπαθί και να
υπάρχει, πίσω από τη Γιάννα Αγγελοπούλου, ο Θόδωρος
Αγγελόπουλος ο οποίος νομίζω ότι έχει παίξει ένα ρόλο ο
οποίος πρέπει να αναδειχθεί, δεν έχει αναδειχθεί επαρκώς.
Τώρα, αφού αναλάβαμε τους Αγώνες – και θυμάμαι ότι ο
Κώστας Σημίτης μου ζήτησε επιτακτικά να πάμε στο Ζάππειο
μαζί, να υποδεχθούμε την Επιτροπή Διεκδίκησης που ήρθε
ως θριαμβεύτρια από τη Λωζάνη- άρχισαν δύο παράλληλοι
στόχοι: η οργάνωση των Αγώνων και η οργάνωση της χώρας.
Αυτά τα δύο συμπλέκονται αλλά δεν ταυτίζονται και η
προετοιμασία των Αγώνων και της χώρας, κατά τη γνώμη
μου διακρίνεται σε δύο φάσεις. Η πρώτη φάση, που είναι η
φάση της αμηχανίας και των πειραματισμών, είναι μεγάλη,
είναι από το 1998 έως το 2000 και η δεύτερη είναι η φάση
Γιάννα Αγγελοπούλου επικεφαλής, 2000-2004. Το 2000
επανέρχομαι κι εγώ στο Υπουργείο Πολιτισμού και στα
καθήκοντα του Υπουργού – Συντονιστή της Ολυμπιακής
Προετοιμασίας, για την ακρίβεια της Διυπουργικής
Επιτροπής Συντονισμού της Ολυμπιακής Προετοιμασίας, της
ΔΕΣΟΠ, στην οποία Πρόεδρος ήταν ο Πρωθυπουργός, εγώ
ήμουν ο Συντονιστής, υπήρχε ο Γενικός Γραμματέας των
Ολυμπιακών Αγώνων, ο Κώστας Καρτάλης, και δίπλα στη
Γιάννα βεβαίως υπήρχαν πολλά πρόσωπα, κορυφαίο ο
Μάρτων Σίμιτσεκ που ήταν ο στρατηγός της υπόθεσης και ο
μάνατζερ της πόλης. Δεν θα μιλήσω για την περίοδο της
αμηχανίας, για τις επιλογές που έγιναν, θα πω κατευθείαν το
ουσιώδες συμπέρασμα, το οποίο το έχει πει ο ίδιος ο
Κώστας Σημίτης, τουλάχιστον σε εμένα το έχει πει με
απόλυτη ευθύτητα, ήταν λάθος το γεγονός ότι δεν ορίστηκε
εξ αρχής, την επόμενη της ανάληψης των Αγώνων, η Γιάννα
Αγγελοπούλου ως Πρόεδρος της Οργανωτικής Επιτροπής.
Αυτή ήταν η σωστή εθνική επιλογή, αυτή έπρεπε να γίνει,
δεν έγινε για διάφορους λόγους τους οποίους θα τους
γράψει ο Γιώργος Λακόπουλος σε ένα δεύτερο βιβλίο,
σημασία έχει ότι κάλλιο αργά παρά ποτέ, το 2000 ήταν
συγκροτημένο το σχήμα όπως έπρεπε και νομίζω ότι
κατάφερε αυτό που φαινόταν ακατόρθωτο, δεν το πίστευε
ούτε η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή, δεν το πίστευαν τα
μέσα ενημέρωσης διεθνώς, ότι κάναμε τους καλύτερους
αγώνες. Από τις 13 Αυγούστου του 2004 αυτό έγινε διεθνής
συνείδηση, από την τελετή έναρξης, γιατί όλα
λειτουργούσαν άψογα.
Σας θυμίζω ότι η χώρα έκανε παράλληλα και άλλα
πράγματα, ήμασταν σε μία περίοδο στην οποία είχε τεθεί ο
μεγάλος στόχος της ένταξης της χώρας στην Οικονομική και
Νομισματική Ένωση, έπρεπε να αλλάξουν τα μεγέθη τα
δημοσιονομικά και τα μακροοικονομικά. Το 1993, όταν
ξεκίνησε η τελευταία κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου και
ήμουν ο κυβερνητικός της εκπρόσωπος για όσους είστε
παλαιοί και θυμάστε, η χώρα είχε πληθωρισμό 14% και τα
επιτόκια χορηγήσεων που έδιναν οι τράπεζες ήταν 25%. Η
δημοσιονομική προσαρμογή και η μακροοικονομική που
πετύχαμε για την ένταξη στην ΟΝΕ είναι κολοσσιαία, είναι
μεγαλύτερη αριθμητικά από την προσαρμογή των
μνημονίων. Έπρεπε λοιπόν να κάνουμε και άλλα πράγματα,
αρκεί να σας πω ότι εγώ είχα για παράδειγμα παράλληλα
και την αναθεώρηση του Συντάγματος ως πολύ μεγάλο
φάκελο, υπήρχε η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή
Ένωση, βλέπω τον Χρήστο Στυλιανίδη εδώ.
Έπρεπε λοιπόν να οργανώσουμε τη χώρα και τους αγώνες.
Η χώρα δεν θα μπορούσε να οργανωθεί όμως χωρίς τη
διεθνή πίεση και η Γιάννα είχε επωμιστεί και ένα
παράλληλο καθήκον, να είναι η οργανώτρια των αγώνων
μαζί με την Οργανωτική Επιτροπή, αλλά ταυτόχρονα να είναι
και ο μοχλός πίεσης, όχι επειδή αποδεχόταν αυτόματα αυτό
που ήθελε η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή, αλλά γιατί
αντιλαμβανόταν ότι εάν δεν έχουμε σύμμαχό μας και
ικανοποιημένη τη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή, στην αρχή
τον Ρογκ, στη συνέχεια τον Όσβαλντ, όλους όσοι
εμπλεκόντουσαν στη διαδικασία αυτή, δεν θα μπορούσαμε
να οργανώσουμε τους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Η οργάνωση της χώρας, από την άλλη μεριά, δεν
περιελάμβανε μόνο την Αθήνα, περιελάμβανε και την
υπόλοιπη χώρα, ένα φιλόδοξο πρόγραμμα «Ελλάδα 2004»,
τις ολυμπιακές πόλεις, την Αθήνα, την Πάτρα, το Ηράκλειο,
τον Βόλο, τα στάδια, τις υποδομές, ξεκίνησαν οι αγώνες μία
ημέρα νωρίτερα στο Καυτατζόγλειο Στάδιο με ποδοσφαιρικό
αγώνα. Άρα είχαμε αθλητικά έργα, υποδομές φιλοξενίας,
υποδομές επικοινωνίας, έπρεπε να απαντήσουμε σε ένα
ερώτημα θεμελιώδες, εάν θα κάνουμε προσωρινές
κατασκευές ή κατά προτίμηση μόνιμες, κάνοντας μία
στάθμιση κόστους-οφέλους, κάναμε μία μαξιμαλιστική ίσως
προσέγγιση μόνιμων υποδομών, αλλά εάν μετρήσει κανείς
το κόστος των προσωρινών, θα δει ότι είναι αρκετά
ορθολογική η επιλογή. Εμπλέκονταν πάρα πολλοί φορείς, το
ΥΠΕΧΩΔΕ με τον Κώστα Λαλιώτη έπαιξε καθοριστικό ρόλο,
στην αρχή με τη Βάσω, ο Κώστας είχε αναλάβει τεράστιο
βάρος, το Υπουργείο Πολιτισμού το οποίο είχε τρεις
υπηρεσίες έργων, τη δική του τη Γενική Γραμματεία, τη
Γενική Γραμματεία Αθλητισμού και την Τεχνική της Υπηρεσία
και Ειδική Τεχνική Υπηρεσία Ολυμπιακών Έργων με τον
Νάσο Αλευρά, ο Γιώργος Λιάνης είχε επανέλθει ως
Υφυπουργός Αθλητισμού, είχαμε τον Οργανισμό Εργατικής
Κατοικίας για το ολυμπιακό χωριό, βεβαίως εργατικές
κατοικίες μετά, είχαμε ιδιωτικά έργα, το στάδιο
Καραϊσκάκη, τα χωριά τύπου. Βεβαίως είχαμε και τοπόσημα
πολύ μεγάλα, την επιλογή να έρθει ο Σαντιάγο Καλατράβα
ως ένας πολιτικός μηχανικός, αρχιτέκτονας, μεγαλογλύπτης
για να κάνει αυτή την κατασκευή η οποία δυστυχώς δεν
συντηρήθηκε στον βαθμό που θα έπρεπε, δεν επιθεωρήθηκε
καν με τη συχνότητα που θα έπρεπε, αλλά υπάρχει και είναι
ταυτισμένη με τα σύμβολα των Ολυμπιακών Αγώνων. Και
μετά έπρεπε να ασχοληθούμε με τις μεταφορές, με την
ασφάλεια, με τη δημόσια υγεία, με τη λειτουργία της πόλης,
με τη φιλοξενία των επισκεπτών, δηλαδή με την οργάνωση
της τουριστικής αγοράς .
Φυσικά, δεν μιλάω για τις υποδομές που υπήρχαν, τις
ανέφερε η Γιάννα, δηλαδή δεν κάναμε το Μετρό για τους
αγώνες, δεν κάναμε την Αττική Οδό για τους αγώνες, αλλά η
Βάρης-Κορωπίου δεν θα γινόταν αλλιώς, τα έργα των άλλων
ολυμπιακών πόλεων, όχι τα στάδια, αλλά αντιπλημμυρικά
έργα, περιφερειακοί οδοί, δεν θα γινόντουσαν εάν δεν
υπήρχε το «Ελλάδα 2004», άλλαξε η μορφή του Ηρακλείου
για παράδειγμα ριζικά, στον Βόλο έγιναν πολύ σημαντικά
έργα.
Πάμε λοιπόν στη μέθοδο ολυμπιακής προετοιμασίας. Η
μέθοδος ολυμπιακής προετοιμασίας στην οποία μετέχει το
κράτος και η Οργανωτική Επιτροπή, η Γιάννα παίζει
καθοριστικό ρόλο, ο Κώστας Σημίτης είναι παρών διαρκώς,
τα Υπουργεία, οι φορείς όλοι, στο επίπεδο του δημόσιου
τομέα συγχρονίζονται απολύτως όλοι , είναι μία μέθοδος
οργάνωσης του κράτους, έχω πει ότι όλα τα μεγάλα θέματα
έπρεπε να αντιμετωπιστούν με τη μέθοδο αυτή. Σε κάποιο
βαθμό αυτό έγινε την περίοδο των μνημονίων, αλλά δεν
νοείται για παράδειγμα κράτος πολιτικής προστασίας, τώρα
που έχουμε τεράστια προβλήματα πολιτικής προστασίας,
εάν δεν εφαρμοστεί η ολυμπιακή μέθοδος. Ολυμπιακή
μέθοδος σημαίνει νομοθεσία ειδική που τέμνει τα ζητήματα
και ρυθμίζει ζητήματα από απαλλοτριώσεις μέχρι μελέτες
περιβαλλοντικών επιπτώσεων, από τις αδειοδοτήσεις, μέχρι
τον δικαστικό έλεγχο. Έγιναν 50 τουλάχιστον μεγάλες δίκες
στο Συμβούλιο Επικρατείας για τα ολυμπιακά έργα και για
τα παράπλευρα έργα, αρκεί να σας πω ότι υπήρχαν έργα
που κερδήθηκαν με μία ψήφο διαφορά, το Μουσείο της
Ακρόπολης, παράπλευρο έργο υψηλού συμβολισμού,
κερδήθηκε με μία ψήφο διαφορά, δεν θα είχε γίνει.
Τα άλλα τα ξέρετε, πολιτιστική ολυμπιάδα, ολυμπιακή
εκεχειρία, δεν μνημονεύω και τα πρόσωπα τα οποία έπαιξαν
πολύ σημαντικό ρόλο. Άρα το κράτος πραγματικά
λειτούργησε υποδειγματικά αλλά με υπερένταση και κόπο,
και αυτό φάνηκε στα πάντα, από τους συνοριακούς
ελέγχους μέχρι τους ελέγχους τροφίμων και από τον τρόπο
οργάνωσης των ξενοδοχείων, πέρα από αυτά που έκανε η
Οργανωτική Επιτροπή και το στενό κράτος.
Τώρα έρχομαι σε αυτό που ήταν κεντρικό σημείο και στην
παρουσίαση της Γιάννας, στον μεγάλο αστικό και πολιτικό
μύθο της υπερβολικής δαπάνης των Ολυμπιακών Αγώνων.
Λοιπόν, νομίζω ότι πρέπει να πούμε τα πράγματα σήμερα
κανονικά και αυτό είναι μία αξίωση ιστορική, μία
υποχρέωση αλήθειας. Το 2015, πριν από δέκα χρόνια,
ανατέθηκε σε έναν πάρα πολύ έγκυρο φορέα, στο ΙΟΒΕ, στο
Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών, που
διευθύνεται από τον καθηγητή Νίκο Βέττα, σε μία ομάδα
έγκριτων οικονομολόγων να εκτιμήσει το κόστος και το
όφελος βεβαίως των Ολυμπιακών Αγώνων. Έχω πει, στη
Βουλή μιλώντας, τότε, την εποχή εκείνη, ότι εάν μιλάμε για
κόστος και όχι για επένδυση, εθνική επένδυση, κάνουμε
εξαρχής λάθος, οι αγώνες δεν είναι ένα βάρος που κοστίζει,
είναι μία επένδυση που αποδίδει και εάν περιμέναμε η
επένδυση αυτή να αποδώσει και να αποσβεσθεί στα τέλη
Σεπτεμβρίου 2004 με τη λήξη των Παραολυμπιακών
Αγώνων, νομίζω ότι αδικούμε τους εαυτούς μας και την
κοινή λογική. Αλλά παρόλα αυτά, με τους αυστηρότερους
δημοσιονομικούς όρους, λέει το ΙΟΒΕ, αφού τα μέτρησε από
κάθε δυνατή πλευρά, στη δεκαετία 2000-2010, γιατί τότε
έγιναν οι δαπάνες, μερικές έγιναν μετά το 2004, υπήρχαν
ουρές μέχρι το 2010, η συνολική δαπάνη από το Πρόγραμμα
Δημοσίων Επενδύσεων, η δαπάνη για υποδομές δηλαδή,
ολυμπιακών έργων με εθνικούς πόρους, γιατί εδώ δεν
είχαμε συμμετοχή ευρωπαϊκών πόρων, ήταν 6
δισεκατομμύρια, δεν θα μετρήσουμε φυσικά το κόστος του
μετρό και το κόστος της Αττικής Οδού. Η δαπάνη από τον
τακτικό προϋπολογισμό για λειτουργικές δαπάνες,
συμπεριλαμβανομένης και της επιχορήγησης της
Οργανωτικής Επιτροπής αντί του περιβόητου ολυμπιακού
λαχείου, εάν θυμάστε, ήταν 500 εκατομμύρια, άρα συνολική
δημόσια δαπάνη της δεκαετίας ήταν 6,5 δισεκατομμύρια.
Κατά τον υπολογισμό του ΙΟΒΕ το δημοσιονομικό όφελος
από την είσπραξη του ΦΠΑ και του φόρου εισοδήματος
είναι άμεσα 1,5 δισεκατομμύριο και στο βάθος της
δεκαετίας 2,9 δισεκατομμύρια. Δηλαδή εάν αφαιρέσει
κανείς το δημοσιονομικό όφελος από τα φορολογικά και
ασφαλιστικά έσοδα του δημοσίου, πρέπει από τα 6,5
δισεκατομμύρια να αφαιρέσουμε τα 2,9 δισεκατομμύρια ως
δημοσιονομικό όφελος, χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη το
όφελος στην ανάπτυξη της χώρας. Το όφελος στον τουρισμό
πρωτίστως, στην προσέλκυση επισκεπτών, στη λειτουργία
της χώρας, στην αναβάθμιση της οικονομίας επειδή
αναβαθμίστηκαν οι υποδομές. Αυτή είναι η αλήθεια του
ΙΟΒΕ, δεν είναι η αλήθεια της Γιάννας ούτε η αλήθεια η δική
μου .
Η Οργανωτική Επιτροπή ήταν μία ανώνυμη εταιρία, ένα
νομικό πρόσωπο, ήταν απολύτως ισοσκελισμένος ο
προϋπολογισμός της, πλεονασματικός κατά 131
εκατομμύρια. Τελικώς απέδωσε λιγότερα από τα 131
εκατομμύρια, αλλά απέδωσε, εισέπραξε ραδιοτηλεοπτικά
δικαιώματα, εισέπραξε χορηγίες, εισέπραξε εισιτήρια και
βεβαίως είχε τη δαπάνη που έπρεπε να έχει για να
οργανωθούν οι άψογοι και θαυμαστοί Ολυμπιακοί Αγώνες,
αλλά ήταν πλεονασματική η Οργανωτική Επιτροπή.
Αυτός είναι ο ισολογισμός και ο απολογισμός της
Οργανωτικής Επιτροπής, σας είπα προηγουμένως τα 6,5
δισεκατομμύρια του κράτους. Στη συνολική δημόσια δαπάνη
της δεκαετίας 2000-2010 μέχρι την έκρηξη της κρίσης τα 6,5
δισεκατομμύρια είναι το 1% της δημόσιας δαπάνης, ποιος
μπορεί να πει ότι η οικονομική κρίση, δηλαδή ο
δημοσιονομικός εκτροχιασμός οφείλεται στους
Ολυμπιακούς Αγώνες, όταν αυτό είναι το δημοσιονομικό
αποτέλεσμα όπως το περιγράφει το ΙΟΒΕ.; Νομίζω ότι αυτό
αναδρομικά καθιστά ακόμα σοβαρότερο το πρόβλημα της
μη αξιοποίησης των ολυμπιακών ακινήτων, αλλά μήπως
αξιοποιήθηκε το Ελληνικό, το οποίο υπήρχε ως ακίνητο και
ως πρόκληση πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες και τώρα
δρομολογείται και γίνεται μία κολοσσιαία ιδιωτική
επένδυση, αλλά ακόμα δεν έχουμε ολοκληρώσει;
Αυτό λοιπόν εξηγεί το τι έχει συμβεί. Νομίζω ότι υπάρχει ένα
πρόβλημα συλλογικής, ας το πούμε έτσι, ψυχολογίας το
οποίο πρέπει να αντιμετωπίσουμε. Υπήρξε μία υπερένταση,
υπήρξε μία επιτυχία πρωτοφανής, υπήρξε μία γιορτή και
μετά καταγράφηκε μία κόπωση και μετά μία απώθηση.
Δηλαδή η χώρα, η κοινωνία, το κοινό αίσθημα, ένιωσε την
ανάγκη να απωθήσει αυτή την επιτυχία, δεν μπορούσε να
διαχειρισθεί αυτό το επίπεδο της χώρας και νομίζω ότι σε
αυτό συντέλεσε και το γεγονός ότι πριν αυτά καλά-καλά
αφομοιωθούν, μπήκαμε στην περιπέτεια της οικονομικής
κρίσης, δηλαδή πήγαμε από το ζενίθ στο ναδίρ, πήγαμε από
την εθνική υπερηφάνεια σε μία διαδικασία εθνικής
ταπείνωσης. Όμως τώρα, που κάνουμε μία συνολική εθνική
προσπάθεια αναστοχασμού και επαναξιολόγησης, τώρα
δεν πρέπει να πούμε την αλήθεια και να την πιστέψουμε;
Νομίζω ότι το βιβλίο του Γιώργου Λακόπουλου συμβάλει,
χάρη και στις εκδόσεις Λιβάνη, σημαντικά στον
αναστοχασμό αυτό. Κυρίως συμβάλει η παρουσία της
Γιάννας, η οποία είναι εδώ, δυναμική, όπως την ξέραμε,
επίμονη, παρούσα, λέει το λόγο της με δικαιοσύνη και
νομίζω απόλυτη ωριμότητα και προσωπικά την ευχαριστώ
πάρα πολύ και νομίζω ότι πρέπει όλοι μαζί σήμερα, με
πρώτη τη Γιάννα και τον Θόδωρο και όλους εδώ και όλες
που συνέβαλαν, γιατί είναι πολλοί εδώ μέσα, στο επίτευγμα
αυτό, η κάθε μία και ο καθένας με τον τρόπο του και νομίζω
ότι εδώ μέσα εκπροσωπείται και η κοινωνία των πολιτών,
εκπροσωπούνται οι εθελοντές, εκπροσωπούνται οι θεατές,
εκπροσωπούνται οι κριτές και οι επικριτές των Ολυμπιακών
Αγώνων. Σήμερα νομίζω ότι πρέπει να ξεκινήσουμε αυτή τη
μεγάλη προσπάθεια του εθνικού αναστοχασμού, για να
καταλάβουμε τι έγινε και για να καταλάβουμε επιτέλους
ποιοι είμαστε οι Έλληνες και οι Ελληνίδες.
Ο συγγραφέας του βιβλίου Γ. Λακόπουλος σημείωσε
<Είμαστε εδώ σήμερα, για την παρουσίαση ενός μικρού
βιβλίου για μια μεγάλη υπόθεση- με εθνικές διαστάσεις .
Χαίρομαι ιδιαίτερα που γι’ αυτή την υπόθεση μίλησαν οι
πιο αρμόδιοι για τη διαχείριση της.
Ο πρόεδρος Βαγγέλης Βενιζέλος υπήρξε ως υπουργός
Πολιτισμού των κυβερνήσεων Σημίτη, ο μακροβιότερος
συντονιστής από την πλευρά της Πολιτείας – και μάλιστα
την τελική καθοριστική περίοδο πριν τον Αύγουστο 2004
Και η κυρία Γιάννα Αγγελοπούλου- Δασκαλάκη, πρόεδρος
της επιτροπής Διεκδίκησης και στη συνέχεια της Οργανικής
Επιτροπής <Αθήνα 2004> προσωποποιεί την Ελληνική
Ολυμπιάδα. .
Δεν μπορώ βέβαια να μην σημειώσω ότι δεν ήταν ακριβώς
συνέχεια.
Μετά το χρυσόμαλλο δέρας που έφερε στην Αθήνα το
1997, ακολούθησε ένα μάλλον ατυχές διάστημα χωρίς την
ίδια στο τιμόνι.
Αν ο Πρωθυπουργός Σημίτης δεν την καλούσε να
διασώσει τη διοργάνωση που κινδύνευε, σήμερα αντι για
παγκόσμια αναγνωρισμένο ελληνικό θρίαμβο- θα
μιλούσαμε για δράμα.
Θέλω να ευχαριστήσω θερμά και τους δυο, όπως και τον
συνάδελφο Παύλο Τσίμα, από τους καλυτέρους γνώστες
του θέματος.
Επίσης ευχαριστώ τον Ηλία Λιβάνη και τους συνεργάτες του,
για την εξαιρετική έκδοση , όσους με βοήθησαν όταν
έγραφα το βιβλίο και όσους κινητοποιήθηκαν για να πέτυχει
η σημερινή παρουσίαση
Η ιδρυτική σχέση του ελληνισμού με τους Ολυμπιακούς
Αγώνες αναζωπυρώθηκε , με τη γέννηση της Γ Ελληνικής
Δημοκρατίας, όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ζήτησε τη
μόνιμη διεξαγωγή των νεότερων Αγώνων στην Ελλάδα.
Το επιχείρημά του ήταν η εξυγίανση τους, από τις αρνητικές
επιρροές της εμπορευματοποίησης, του ντόπινγκ, της
πολιτικής , ενίοτε της βίας αλλά και της διαφθοράς.
Καλή ιδέα , αλλά στην πραγματικότητα χίμαιρα.
Αποδείχθηκε πολλά χρόνια αργότερα, όταν μια άλλη
κυβέρνηση, υπό τον Ανδρέα Παπανδρέου , επιδίωξε να
οργανωθούν στην Αθήνα οι Αγώνες του 1996, για να
τιμηθούν έτσι τα εκατό χρονιά από την αναβίωσή τους- και
να επικαιροποιηθεί η εξυγιαντική πρόθεση του Καραμανλή..
Η απόρριψη το 1990, όταν νέος πρωθυπουργός ήταν ο
Κώστας Μητσοτάκης , επικύρωνε ότι μια μικρή και
οικονομικά αδύναμη χώρα σαν την Ελλάδα, δεν θα έχει
πότε αυτή την τιμή.
Τιμή σε ότι αφορά το αθλητικό γεγονός. Ταυτόχρονα όμως
και ευκαιρία για την ίδια – αν λάβουμε υπόψη τις
οικονομικές διαστάσεις του- για να δείξει το πρόσωπό της
και τις ικανότητες της και να κερδίσει από αυτό.
Κι όμως εφτά χρόνια αργότερα, ο ίδιος φορέας, η ΔΟΕ –
στην οποία ανήκουν οι Αγώνες- ανακοίνωσε ότι το αίτημα
για το 2004 -που κατέθεσαν για την Αθήνα ο δήμαρχος
Δημ. Αβραμόπουλος και η Ελληνική Ολυμπιακή Επιτροπή
υπερψηφίσθηκε- και το βιβλίο αναδεικνύει πως φτάσαμε
ως εκεί…
Ξέρετε, έχει αναφερθεί ελάχιστα ότι, η προσδοκία για
ανάληψη Ολυμπιάδας ήταν ώριμη στην ελληνική
κοινωνία .
Οι Έλληνες είχαν αρχίσει να κολακεύονται από τις πρώτες
διεθνείς αθλητικές επιτυχίες της χώρας – από το 1987 στο
μπάσκετ μέχρι το 1992 στη Βαρκελώνη- αλλά και την
φιλοξενία μεγάλων διοργανώσεων στην Καλογρέζα, όπως οι
Μεσογειακοί του 1991.
Η πορεία από τη στιγμή που η Ελλάδα διεκδίκησε και πήρε
την ανάθεση των Αγώνων μέχρι το επίτευγμα του 2004 ,
με την καθολική αναγνώριση, μοιάζει με καρδιογράφημα .
Καθόλου διασφαλισμένη δεν ήταν , όχι μόνο η επιτυχία,
αλλά αυτή καθ’ εαυτή η οργάνωση.
Καθώς όλοι υπήρξαμε μάρτυρες αυτής διαδρομής -ο
καθένας από τη σκοπιά του – θα πω μόνο ότι το βιβλίο –
επιχειρεί να βρει τις απαντήσεις σε τρία βασικά
ερωτήματα που αιωρούνται έκτοτε. .
Πρώτο Γιατί και πω οι<αθάνατοι> της ΔΟΕ , πείσθηκαν
να εμπιστευτούν στην Ελλάδα αυτό πολύπλοκο εγχείρημα;
Δεύτερο. Πως κατάφερε η χώρα να το διεκπεραιώσει με
άψογο τρόπο , υπερβαίνοντας τον εαυτό της, και να
συγκεντρώσει τον παγκόσμιο θαυμασμό;
Ακόμη και συγνώμη ζήτησαν όσοι την αμφισβητούσαν.
Τρίτο .Γιατί το, υλικό και άυλο , κεφάλαιο που δημιούργησε
η επιτυχία ,δεν αξιοποιήθηκε- καθόλου διεθνώς και
περιορισμένα στο εσωτερικό …
Διαχωρίζοντας τις σκιές από τη λάμψη, σ αυτή τη
διαδρομή, το βιβλίο καταλήγει σε απαντήσεις.
Μαζί με την αποτίμηση του πραγματικού κόστους και του
αποτελέσματος, την αξιολόγηση των προσώπων, τις
συμπεριφορές των πολιτικών δυνάμεων, τη στάση της
Αυτοδιοίκησης, των Μέσων Ενημέρωσης και της
επιχειρηματικότητας.
Αλλά θα μου επιτρέψετε να ισχυριστώ- αν και δεν είμαι ο
πρώτος- ότι αν απέδειξε κάτι αυτή η διαδρομή . ήταν ότι οι
Έλληνες μπορούν να βάζουν μεγάλα στοιχήματα και να τα
κερδίζουν- εκεί που η άλλοι δεν το περιμένουν .
Αυτό είναι το ελληνικό παράδοξο για το οποίο η Γιάννα
Αγγελοπούλου έλεγε στο Βήμα το 2008: < Είναι η
εγρήγορσης και η αποτελεσματική συστράτευση μπροστά
στο αυστηρά συγκεκριμένο και απαιτητικό, ενώ σε άλλες
φάσεις μας χαρακτηρίζει απόσταση από τα πράγματα, μια
χαλαρότητα> .
Η ιστορική εμπειρία αποδεικνύει ότι για να πετύχουμε ως
λαός απαιτείται πρωτίστως μια προϋπόθεση: να υπάρχουν
κατάλληλες ηγεσίες- που εμπνέουν.
Στο ολυμπιακό παιχνίδι μαζί με την συλλογική και δράση,
αναγνωρίσθηκε στην πράξη ότι μια γυναίκα μπορούσε να
κερδίσει πρώτα το στοίχημα της διεκδίκησης των Αγώνων
και στη συνέχεια της υλοποίησης των υποχρεώσεων που
ανέλαβε η χώρα- αναμετρώμενη με μεγάλα μεγέθη.
Να αποδείξει ότι η μεθοδική δουλειά, το σύγχρονο
μάνατζμεντ και οι διασταυρούμενες συνεργασίες στο
δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, εξασφαλίζουν την
ομοψυχία, στην οποία χτίζεται η κατάκτηση του στόχου.
Κανείς δεν θα διαφωνήσει ότι χωρίς την Γιάννα
Αγγελόπουλου- Δασκαλάκη – θα πρόσθετα χωρίς την
οικογένεια Αγγελοπούλου, γιατί το βιβλίο φωτίζει και το
ρόλο του Θοδώρου Αγγελοπούλου στη διεκδίκηση, αλλά
και το προσωπικό κόστος που είχε για τα μέλη της
οικογένειας η στράτευση – δεν θα είχε αίσιο τέλος η
διεκδίκηση , ούτε λαμπρή κατάληξη η διοργάνωση.
Τα υπόλοιπα υπάρχουν στο βιβλίο.
Θα μείνω σε κάτι που απασχόλησε κατά καιρούς την
επικαιρότητα: το βαθμό αξιοποίησης της ολυμπιακής
κληρονομιάς.
Κανείς δεν μπορεί να αισθάνεται ικανοποιημένος.
Εκτός από τα λεγόμενα μεγάλα έργα ,που επιταχυνθήκαν
και εξυπηρετούν έκτοτε τους πολίτες – η διεθνής
αναγνώριση ότι η Ελλάδα μπορεί να αναλαμβάνει μεγάλες
διοργανώσεις και προσφέρεται για ποίκιλες δραστηριότητες
και επενδυτικές πρωτοβουλίες δεν αξιοποιήθηκε.
Όπως δεν αξιοποιήθηκε από το κράτος η εμπειρία των
ανθρώπων που διεκπεραίωσαν αυτό το έργο, η διοικητική
τεχνογνωσία που αποκτήθηκε και η τεχνολογία που
ενσωματώθηκε.
Για παράδειγμα όπως είπε το 2022 ο Βαγγέλης Βενιζέλος σε
μια εκδήλωση του <Κύκλου Ιδεών το οργανωτικό σχήμα
προετοιμασίας το κράτους ήταν μοντέλο Πολιτικής
Προστασίας.
Το επιχειρησιακό Κέντρο Διοίκησης των Αγώνων – ήταν
υπόδειγμα διαχείρισης κρίσεων>., που παραδόθηκε εν
λειτουργία. Αλλά διελήφθη εις τα εξ ων συνετέθη.
Η δραστηριότητα της Οργανωτικής Επιτροπής ήταν
πρότυπο διοίκησης, αποτελέσματος και οικονομικού
πλεονάσματος. Αλλά δεν την αντέγραψε ποτέ η Πολιτεία…
Περισσότερο αναζήτησαν την ελληνική ολυμπιακή
επιδεξιότητα άλλες υποψήφιες πόλεις, παρά η ίδια η χώρα.
Για άλλους εμπροσθοβαρής ευκαιρία , για εμάς ανάμνηση
κλέους και μαζί αφορμή για μεμψιμοιρίες
Η πιο χαρακτηριστική αδράνεια , αφορά τις Ολυμπιακές
υποδομές, που θα μπορούσαν να γίνουν διεθνής και
διαρκής μαγνήτης , για πολλά αθλήματα.
Ωστόσο αυτές οι εγκαταστάσεις, που αργότερα
ονομάσθηκαν , άκομψα, Ολυμπιακά Ακίνητα , είχαν
πλημμελή διαχείριση, όταν δεν εγκαταλείφθηκαν και
ρήμαξαν και πάντως δεν αξιοποιήθηκαν, κατά τις
προδιαγραφές και τις δυνατότητες τους.. Πονεμένη ιστορία.
Ωστόσο δεν εξαερώθηκαν. Ειναι εδώ και περιμένουν. Λίγο
να χτυπήσουμε αναβλύζουν ολυμπιακές φλέβες .
Παράδειγμα αυτό που είδαμε πρόσφατα στην Παιανία.
Μια εγκαταλειμμένη ολυμπιακή υποδομή , είναι πλέον το
σύγχρονο προπονητικό κέντρο, που εγκαινιάσθηκε από τον
Πρωθυπουργό .
Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι αξιοποίηση αυτών των
υποδομών, δεν σημαίνει μόνο οικονομική εκμετάλλευση.
Δεν αρκεί καν να προπονούνται οι αθλητές- αν και σ αυτό
υπάρχει πρόβλημα.
Η αληθής έννοια της αξιοποίησης των ολυμπιακών
αθλητικών εγκαταστάσεων είναι η συμβολή στη διεύρυνση
του μαζικού αθλητισμού.
Να διατίθενται για άθληση στους πολίτες, χωρίς αντίτιμο,
καθώς ήδη το έχουν καταβάλει. Να ενισχύσουν τον
ερασιτεχνικό αθλητισμό για όλες τις ηλικίες.
Χαίρομαι που βρίσκονται στην αίθουσα άνθρωποι που
αντιλαμβάνονται τι ακριβώς σημαίνει αυτό.
Όπως ο Γιάννης Σγουρός ,που υπηρέτησε αυτή την
επιδίωξη από τον αθλητισμό, την αυτοδιοίκηση και την
πολιτική.
Όλοι επιζητούμε διακρίσεις στον αγωνιστικό αθλητισμό.
Αλλά είναι παράλογο , ενώ διαθέτουμε πλέον
περισσότερες και καλύτερες υποδομές , να μη είναι
προσβάσιμες στον μαζικό αθλητισμό- επειδή διατίθεται σε
χρήσεις εκτός αθλητισμού.
Κατά τον ίδιο τρόπο που ήταν παράλογο ότι ,από τη
στιγμή που ήταν δεδομένη η ολυμπιακή επιτυχία και οι
υπεράξιες που δημιούργησε, υπήρχε ακόμη και
αμφισβήτηση της σημασίας που είχε η ανάληψη των
Αγώνων , ή άνθιζαν η δαιμονολογία και οι παραπλανητικές
υπερβολές.
Σκεφθείτε να μην ήταν θετικό το πρόσημο…
Πάντως οι Αγώνες δεν χρεοκόπησαν την Ελλάδα. Το
αντίθετο- η αξιοποίηση τους θα μπορούσε να θεραπεύσει
πολλές από τις κακοδαιμονίες της…
Κυρίες και κύριοι κλείνω με μια πρόταση.
Έστω και αν πέρασαν 21 χρόνια από τον μαγικό Αύγουστο
που η Ελλάδα πέρασε απέναντι, υπάρχει πάντα η ανάγκη να
γίνει μια συζήτηση :
-Τι ήταν για τη χώρα και την κοινωνία της , οι Ολυμπιακοί
Αγώνες του 2004; Τι πρέπει να κρατήσουμε και τι να
διορθώσουμε από αυτή την βιωμένη γνώση;
Αυτή η συζήτηση θα δικαιώσει όσους μόχθησαν γι’ αυτό το
επίτευγμα .
Συζήτηση, όχι ως αναδρομή σε περασμένα μεγαλεία, αλλά
ως βάση για να τεθεί το τέταρτο βασικό ερώτημα, που
κράτησα για το τέλος.
-Μπορεί η Ελλάδα να επαναλάβει το εγχείρημα του 2004,
δηλαδή το μελλοντικό αντίστοιχό του;
Αν βρούμε την απάντηση, θα ξέρουμε και την πορεία της
στο εξής…