2025/07/06 at 8:41 ΠΜ 06/07/2025 newsroom
Η Ελληνο-Λιβυκή κρίση και ο ρόλος της Τουρκίας: Ανάγκη για μια στρατηγική επαναπροσέγγισης
Δρ. Κωνσταντίνος Π. Μπαλωμένος
Πολιτικός Επιστήμονας – Διεθνολόγος
Πρώην Γενικός Διευθυντής – Γενικής Διεύθυνσης
Πολιτικής Εθνικής Άμυνας και Διεθνών Σχέσεων (ΓΔΠΕΑΔΣ)
Υπουργείου Εθνικής Άμυνας (ΥΠΕΘΑ)
Οι τελευταίες εξελίξεις, όπως η υπογραφή Μνημονίου Συνεργασίας μεταξύ της Εθνικής Εταιρείας Πετρελαίου της Λιβύης (NOC) και της τουρκικής ΤΡΑΟ για υπεράκτιες έρευνες — ως αντίδραση στη δημοσίευση από την Ε.Ε. της ελληνικής διεθνούς πρόσκλησης για έρευνες νότια της Κρήτης — σε συνδυασμό με τις αυξανόμενες μεταναστευτικές ροές προς την Κρήτη και την έντονη διπλωματική κινητικότητα της Ελλάδας στην Ε.Ε., έχουν αναζωπυρώσει τη διπλωματική ένταση ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Λιβύη.
Για να κατανοηθεί όμως το σημερινό αδιέξοδο, αξίζει να επισημανθεί, ότι πριν την πτώση του Καντάφι, η Ελλάδα είχε την ευκαιρία να συνάψει συμφωνία ΑΟΖ με τη Λιβύη, καθώς το 2010 υπήρξε θετικό κλίμα στις διμερείς διαβουλεύσεις. Ωστόσο, η συμφωνία δεν προχώρησε και η ευκαιρία χάθηκε.
Λίγους μήνες αργότερα, η κατάσταση στη χώρα μεταβλήθηκε δραματικά: η Λιβύη, μετά την πτώση του καθεστώτος Καντάφι το 2011, εισήλθε σε μια παρατεταμένη περίοδο αστάθειας και σταδιακής κατάρρευσης των κρατικών δομών, καταλήγοντας να αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτυχημένου κράτους (failed state).
Συγκεκριμένα, η χώρα έως σήμερα παρουσιάζει σοβαρή θεσμική διάβρωση, έλλειψη κεντρικού ελέγχου σε μεγάλο μέρος της επικράτειας και συνεχιζόμενες εμφύλιες συγκρούσεις. Στη σύγκρουση εμπλέκονται άμεσα ή έμμεσα διεθνείς δρώντες, όπως οι ΗΠΑ, η Ρωσία, η Τουρκία, η Αίγυπτος, η Ιταλία, η Γαλλία και τα ΗΑΕ, ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση συνεχίζει να αναζητά μια συνεκτική στρατηγική για τη Λιβύη.
Από το 2014, η χώρα ουσιαστικά διχοτομήθηκε, με δύο ανταγωνιστικά κέντρα εξουσίας: την αναγνωρισμένη από τον ΟΗΕ Κυβέρνηση Εθνικής Συμφωνίας (GNA) στην Τρίπολη και τις δυνάμεις του Στρατάρχη Χαλίφα Χαφτάρ στην Ανατολική Λιβύη.
Μέσα σε αυτό το σύνθετο και ταχέως εξελισσόμενο τοπίο, η Ελλάδα – παρά τα άμεσα γεωπολιτικά της συμφέροντα στην Ανατολική Μεσόγειο – παρέμεινε ουσιαστικά απούσα.
Από το 2011 έως το 2019, δεν αναπτύχθηκε καμία ουσιαστική στρατηγική εμπλοκής με τις αντιμαχόμενες πλευρές στη Λιβύη. Η ελληνική πρεσβεία στην Τρίπολη από το 2011 υπολειτουργούσε και τον Ιούλιο του 2014έκλεισε οριστικά χωρίς να υπάρξει καμία πολιτική πρωτοβουλία για επιστροφή ή αναβάθμιση της ελληνικής παρουσίας.
Αντίθετα, άλλες δυνάμεις όπως η Τουρκία αξιοποίησαν επιδέξια το κενό εξουσίας και τις ανάγκες της κυβέρνησης της Τρίπολης για στρατιωτική στήριξη, εξασφαλίζοντας τον Νοέμβριο του 2019 την υπογραφή του λεγόμενου Τουρκο-Λιβυκού Μνημονίου, όπου λειτουργεί ως στρατηγικό εργαλείο για την εδραίωση της τουρκικής παρουσίας στη Δυτική Λιβύη. Η Άγκυρα επιπλέον, εγκατέστησε στρατιωτικές βάσεις, ανέπτυξε κρίσιμες υποδομές ελέγχου των παράκτιων περιοχών και ενίσχυσε τη γεωοικονομική της επιρροή μέσω έργων ανοικοδόμησης και επενδύσεων.
Τελικά, όσοι σήμερα ασκούν ανέξοδη και εκ των υστέρων κριτική στη στρατηγική της Ελλάδας στη Λιβύη (χωρίς επίγνωση της πολυπλοκότητας του πεδίου και χωρίς επαρκή κατανόηση των επιχειρησιακών και γεωπολιτικών παραμέτρων της κρίσης), οφείλουν να απαντήσουν στα εξής κρίσιμα ερωτήματα:
Πριν προβούν σε εύκολες καταγγελίες, μήπως θα όφειλαν πρώτα να αναλογιστούν τις συνέπειες της δικής τους στρατηγικής αδράνειας και να λογοδοτήσουν γι’ αυτήν;
Παρά το γεγονός, ότι από το 2019 έχει ξεκινήσει μια σημαντική προσπάθεια αναβάθμισης και εδραίωσης της ελληνικής παρουσίας στην περιοχή υπό τον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, οφείλω να ομολογήσω, ότι στη διαχείριση του Τουρκο-Λιβυκού Μνημονίου υπήρξαν λανθασμένοι χειρισμοί, όπως πρόσφατα παραδέχτηκε και ο Υπουργός Υγείας, κ. Άδωνης Γεωργιάδης.
Ωστόσο, παρά τους ατυχείς χειρισμούς του παρελθόντος, η Ελλάδα έχει θέσει σε εφαρμογή μια μεθοδική και επίπονη προσπάθεια για την ουσιαστική αναβάθμιση της παρουσίας και της επιρροής της στη Λιβύη, με στόχο τη διασφάλιση των εθνικών συμφερόντων και την προώθηση της σταθερότητας στην περιοχή.
Συγκεκριμένα, η ελληνική διπλωματία αποκατέστησε και εδραίωσε σχέσεις με την αναγνωρισμένη κυβέρνηση της Τρίπολης, διατηρώντας ταυτόχρονα διαύλους επικοινωνίας με τους ηγέτες της Ανατολικής Λιβύης.
Παράλληλα, η Ελλάδα ενίσχυσε την παρουσία της σε ευρωπαϊκά και διεθνή φόρα, αναλαμβάνοντας ενεργό ρόλο στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το NATO για την προώθηση της ειρήνης και της σταθερότητας στην περιοχή.
Η Ελλάδα αρνήθηκε με συνέπεια να νομιμοποιήσει το Τουρκο-Λιβυκό Μνημόνιο, τόσο μέσω αυστηρών διπλωματικών διαβημάτων όσο και με συντονισμένες παρεμβάσεις σε επίπεδο Ε.Ε., προς συμμάχους όπως η Ιταλία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Την ίδια στιγμή, καλλιέργησε στοχευμένα ένα πλέγμα στρατηγικών συμμαχιών με χώρες-κλειδιά της Ανατολικής Μεσογείου και του Αραβικού Κόσμου, όπως η Αίγυπτος, η Γαλλία, τα Εμιράτα και η Κυπριακή Δημοκρατία.
Η συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Επιχείρηση ΕΙΡΗΝΗ, η οποία στοχεύει στην εφαρμογή του εμπάργκο όπλων και στην αποτροπή παράνομων μεταφορών στη Λιβύη, καθώς και η εκπαίδευση στελεχών του Λιμενικού Σώματος για την ενίσχυση της επιτήρησης των λιβυκών ακτών, αποδεικνύουν τη δέσμευση της Ελλάδας για ενεργό εμπλοκή και διαρκή υποστήριξη της ασφάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο.
Επιπλέον, η παρέμβαση του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο οδήγησε στην εξασφάλιση ρητής αναφοράς στα Συμπεράσματα για τη Λιβύη, ενισχύοντας την ευρωπαϊκή στήριξη στις ελληνικές θέσεις και προωθώντας μια πιο συνεκτική ευρωπαϊκή πολιτική στην περιοχή.
Τέλος, η Ελλάδα πέτυχε την αποτροπή της υλοποίησης παράνομων τουρκικών γεωτρήσεων στη θαλάσσια περιοχή της Λιβύης, αποδεικνύοντας την αποτελεσματικότητα της στρατηγικής της απέναντι σε προκλήσεις που απειλούν τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας.
Μέσα σε αυτό το σύνθετο και απρόβλεπτο περιβάλλον, καθίσταται αναγκαίο να προχωρήσουμε σε ορισμένες επισημάνσεις που ανταποκρίνονται στις πρόσφατες εξελίξεις. Ταυτόχρονα, μπορούν να φανούν χρήσιμες τόσο σε όσους ασχολούνται με τον σχεδιασμό και την υλοποίηση της εξωτερικής μας πολιτικής, όσο και σε εκείνους που επιμένουν να την αναλύουν με όρους περασμένων δεκαετιών.
1η Επισήμανση: Η Λιβύη δεν μπορεί να αναλύεται χωρίς την Τουρκία, διότι έχει μετατραπεί σε στρατηγικό προτεκτοράτο της.
Όταν εξετάζουμε τις Ελληνο-Λιβυκές σχέσεις, δεν μπορούμε να παρακάμπτουμε τον καταλυτικό ρόλο της Τουρκίας. Η Λιβύη, ιδίως υπό την Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας της Τρίπολης, λειτουργεί de facto ως προτεκτοράτο της Άγκυρας. Δεν πρόκειται απλώς για μια διπλωματική επιρροή ή στρατιωτική συνεργασία, αλλά για μια δομική σχέση εξάρτησης: πολιτικής, στρατιωτικής και οικονομικής.
Το βασικό στρατηγικό σφάλμα πολλών αναλυτών και σημαντικού τμήματος της ελληνικής αντιπολίτευσης είναι ότι προσεγγίζουν τη Λιβύη με αναλυτικά εργαλεία που αντιστοιχούν σε ένα συγκροτημένο, ενιαίο και θεσμικά σταθερό κράτος.
Όμως η πραγματικότητα είναι ακριβώς η αντίθετη. Η Λιβύη παραμένει ένα μετα-εμφυλιακό, διαιρεμένο μόρφωμα με δύο αντίπαλες εξουσίες (Τρίπολη και Βεγγάζη), δεκάδες ένοπλες πολιτοφυλακές και ισχυρές παρεμβάσεις τρίτων χωρών.
Σε αυτό το ρευστό τοπίο, η Ελλάδα δεν καλείται απλώς να διαχειριστεί μια παραδοσιακή διπλωματική σχέση, αλλά να αντιμετωπίσει την Τουρκία ως θεσμικό εγγυητή της Λιβυκής κυβέρνησης.
2η Επισήμανση: Η τουρκική επιθετικότητα δεν είναι ένδειξη ελληνικής αδυναμίας, αλλά απόδειξη ότι η στρατηγική μας πιέζει τα τετελεσμένα της Άγκυρας.
Η τελευταία αναζωπύρωση της έντασης στη Λιβύη και την Ανατολική Μεσόγειο πρέπει να ιδωθεί υπό το πρίσμα των ενοχλήσεων που προκαλεί στην Τουρκία η ενεργητική και στοχευμένη ελληνική στρατηγική.
Η ανακήρυξη του Εθνικού Χωροταξικού Σχεδιασμού, η ανακοίνωση θαλάσσιων πάρκων σε περιοχές ελληνικής δικαιοδοσίας, καθώς και η παρεμπόδιση της συμμετοχής της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Άμυνα, συνιστούν πολιτικές κινήσεις με πραγματικό αντίκτυπο.
Η Άγκυρα, που έχει συνηθίσει να λειτουργεί με το δόγμα της τετελεσμένης προβολής ισχύος, αντιδρά ακριβώς επειδή βλέπει ότι η Ελλάδα πλέον δεν περιορίζεται στην αντίδραση, αλλά διαμορφώνει θετικό στρατηγικό αποτύπωμα στη νοτιοανατολική Μεσόγειο.
3η Επισήμανση: Η Ελλάδα επιλέγει τη διπλωματία και τη νομιμότητα, ενώ η Τουρκία την μονομερή στρατιωτική επέκταση.
Σε αντίθεση με την Άγκυρα, που ακολουθεί μονομερείς στρατιωτικές πρωτοβουλίες με στόχο την προβολή ισχύος και τη διεύρυνση των τετελεσμένων στη Λιβύη και την Ανατολική Μεσόγειο, η Ελλάδα λειτουργεί ως θεσμικός σταθεροποιητής και φωνή της διεθνούς νομιμότητας στην Ανατολική Μεσόγειο, εμμένοντας στην προώθηση της ειρήνης, της σταθερότητας και της διεθνούς νομιμότητας.
Η Αθήνα στηρίζει τον διάλογο και τις δημοκρατικές διαδικασίες στη Λιβύη, προωθώντας τη διεξαγωγή εκλογών και την πολιτική συμφωνία που θα οδηγήσουν σε βιώσιμη λύση ειρήνευσης.
Τι θα προτιμούσαν λοιπόν, οι επικριτές της «σημερινής» ελληνικής εξωτερικής πολιτικής;
Να στείλει η Ελλάδα στρατό στη Λιβύη και να εμπλακεί σε μια πολεμική αντιπαράθεση προκειμένου να αποκτήσει επιρροή; ή να συνεχίσει να επιμένει στον θεσμικό της ρόλο ως δύναμη ειρήνης και σταθερότητας στην περιοχή, ζητώντας κατάπαυση του πυρός, σεβασμό στο διεθνές δίκαιο και προώθηση της ειρήνευσης στη χώρα;
4η Επισήμανση: Η Μεταστροφή Χαφτάρ ως Έκφραση Ψυχρού Ρεαλισμού και Αναπροσαρμογής Ισορροπιών.
Η πρόσφατη μεταστροφή του Χαλίφα Χαφτάρ απέναντι στην Τουρκία δεν σηματοδοτεί αλλαγή πολιτικής, αλλά εκφράζει ψυχρό γεωπολιτικό ρεαλισμό. Αναγνωρίζοντας τη νέα ισορροπία στη Λιβύη, επιδιώκει να διαχειριστεί την τουρκική παρουσία, που έχει εδραιωθεί στρατιωτικά και πολιτικά στη Δυτική Λιβύη, ως μέσο διατήρησης του ελέγχου στα ανατολικά και διεθνούς νομιμοποίησης.
Ειδικότερα, ο Χαφτάρ επιχειρεί να αποκτήσει μεγαλύτερη διαπραγματευτική ισχύ και να αναδείξει τον ρόλο του ως κρίσιμου παράγοντα στην αναζήτηση πολιτικής λύσης.
Αυτή η προσέγγιση δεν είναι παρά ένα εργαλείο επιβίωσης, που στοχεύει στη διατήρηση του status quo στα ανατολικά εδάφη, υπό τον έλεγχό του και στη διεθνή νομιμοποίηση του ρόλου του, ώστε να συμμετάσχει ισότιμα σε μελλοντικούς πολιτικούς συμβιβασμούς.
Ο Χαφτάρ ζήτησε στρατιωτική στήριξη από την Ελλάδα, η οποία δεν του παρασχέθηκε, γεγονός που πιθανόν τον ώθησε προς την Τουρκία. Παράλληλα, αναζήτησε διπλωματική και οικονομική στήριξη από άλλες χώρες, για να ενισχύσει το διαπραγματευτικό του κεφάλαιο και να εξισορροπήσει την τουρκική επιρροή στη Λιβύη.
5η Επισήμανση: Το Τουρκο-Λιβυκό Μνημόνιο είναι Νομικά Άκυρο και Πολιτικά Ανύπαρκτο.
Δεν θα πρέπει να αποδίδεται υπερβολική στρατηγική σημασία στο λεγόμενο Τουρκο-Λιβυκό Μνημόνιο, καθώς πρόκειται για νομικά άκυρη και θεσμικά έκπτωτη συμφωνία, χωρίς δεσμευτική ισχύ για τη διεθνή κοινότητα ή το ίδιο το λιβυκό κράτος.
Υπογράφηκε το 2019 από μια προσωρινή και αμφισβητούμενης νομιμοποίησης κυβέρνηση (GNA), η οποία είχε εντολή μόνο για τη διοργάνωση εκλογών και όχι για σύναψη συμφωνιών κυριαρχικού χαρακτήρα.
Δεν εγκρίθηκε ποτέ από τη Βουλή των Αντιπροσώπων της Λιβύης που αποτελεί το μόνο εκλεγμένο και αναγνωρισμένο κοινοβουλευτικό σώμα της χώρας. Αντιθέτως, η Βουλή το χαρακτήρισε άκυρο και αντισυνταγματικό.
Ωστόσο, ακόμη και αν η Βουλή αποφασίσει εκ των υστέρων να το επικυρώσει, δεν διαθέτει τη θεσμική δικαιοδοσία να επικυρώσει διεθνείς συμφωνίες κυριαρχικού χαρακτήρα, καθώς η Λιβύη τελεί υπό ειδικό μεταβατικό καθεστώς, όπως αυτό έχει οριστεί από τη Συμφωνία του Σουχάιρατ (Skhirat Agreement), (βλέπε τη Συμφωνία εδώ: https://unsmil.unmissions.org/sites/default/files/Libyan%20Political%20Agreement%20-%20ENG%20.pdf ), καθώς και τα ψηφίσματα του ΟΗΕ (βλέπε: https://www.securitycouncilreport.org/un_documents_type/security-council-resolutions/?cbtype=libya&ctype=Libya&utm_source=chatgpt.com ). Η συμφωνία αυτή, που υπεγράφη το 2015 υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών, προβλέπει την ίδρυση προσωρινής κυβέρνησης με περιορισμένη εντολή και αυστηρά καθορισμένες αρμοδιότητες (κυρίως τη διοργάνωση εκλογών και τη διαχείριση της μετάβασης προς σταθερότητα). Δεν προβλέπει δυνατότητα σύναψης δεσμευτικών διεθνών συμφωνιών σε θέματα στρατηγικής πολιτικής και κυριαρχίας, εκτός εάν υπάρχει ευρύτατη εθνική συναίνεση και πλήρης θεσμική νομιμοποίηση.
Είναι χαρακτηριστικό, ότι κατά την 163ηΣύνοδο του Συμβουλίου Υπουργών Εξωτερικών του Αραβικού Συνδέσμου, που έλαβε χώρα στο Κάϊρο την Τετάρτη 23 Απριλίου 2025, οι συμμετέχοντες επανέλαβαν ρητά ότι η Συμφωνία του Σουχάιρατ παραμένει το γενικό πλαίσιο πολιτικής επίλυσης της κρίσης στη Λιβύη, σε πλήρη ευθυγράμμιση με τα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, τις αποφάσεις της Διάσκεψης του Βερολίνου και της Συνόδου του Παρισιού (βλέπε: https://libyareview.com/55046/arab-foreign-ministers-reaffirm-support-for-libyan-political-deal/ ).
Συνεπώς, κάθε πράξη που παραβιάζει αυτό το θεσμικό πλαίσιο, όπως το Τουρκο-Λιβυκό Μνημόνιο, στερείται νομιμοποίησης και θεσμικής ισχύος.
Πέραν της θεσμικής του ανυπαρξίας, το μνημόνιο αντιβαίνει στις αρχές του Δικαίου της Θάλασσας (UNCLOS) και συνιστά προϊόν εξωτερικής επιβολής και εξάρτησης. Δεν είναι αποτέλεσμα κυρίαρχης εθνικής βούλησης γι’ αυτό, δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως θεσμικό τετελεσμένο.
Μετά την παράθεση και εκτενή ανάλυση των ανωτέρω επισημάνσεων, καθίσταται επιτακτική η ανάγκη για την Ελλάδα να χαράξει μια συνεκτική και πολυδιάστατη στρατηγική επαναπροσέγγισης με τη Λιβύη.
Συγκεκριμένα, η ελληνική στρατηγική επαναπροσέγγισης της Λιβύης πρέπει να βασιστεί σε θεσμικό σεβασμό, διαφάνεια και κοινά συμφέροντα, ώστε να συμβάλει στη σταθερότητα και τη συνεργασία στην περιοχή. Στο πλαίσιο αυτό, θα ήθελα να καταθέσω τις εξής προτάσεις:
όπως η Εθνική Εταιρεία Πετρελαίου (NOC), η Κεντρική Τράπεζα και εκπαιδευτικούς οργανισμούς, που διασφαλίζουν τη συνέχεια του κράτους, ανεξαρτήτως μεταβατικών κυβερνήσεων.
Ολοκληρώνοντας την ανωτέρω ανάλυση, θα πρέπει να επισημανθεί, ότι η μεταστροφή της ελληνικής πολιτικής προς τη Λιβύη μετά το 2019 κινείται στη σωστή κατεύθυνση.
Η Ελλάδα οφείλει να συνεχίσει να κινείται ως θεσμικός σταθεροποιητής στην Ανατολική Μεσόγειο, με ρεαλισμό, συμμαχίες και στρατηγική υπομονή, ώστε να ενισχύσει τη διεθνή της θέση και να συμβάλει στην ειρήνη και τη σταθερότητα της περιοχής.