Ιερώνυμος: τι είπε στην Ιερά Σύνοδο

2025/10/07 at 6:50 ΜΜ 07/10/2025 newsroomΑναφορές στη διεθνή συγκυρία, αλλά και την κατάσταση στην Ελλάδα, ειδικά σε ό,τι αφορά το δημογραφικό και τις επιπτώσεις του, είχε η προσφώνηση του αρχιεπισκόπου Αθηνών Ιερώνυμου, σήμερα Τρίτη, κατά την πρώτη ημέρα των εργασιών της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Διαβάστε την προσφώνηση του κ. Ιερωνύμου:

Σεβασμιώτατοι ἅγιοι Ἀδελφοί,

Ἡ φι­λαν­θρω­πί­α τοῦ Θε­οῦ μᾶς ἀ­ξι­ώ­νει γιά μί­α ἀκό­μη φο­ρά νά συ­νερ­χό­με­θα σέ Τα­κτι­κή Σύ­νο­δο τῆς κα­θ’ ἡ­μᾶς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας.

Ἡ σύγ­κλη­ση τῆς Συ­νό­δου τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας λαμ­βά­νει χώ­ρα με­τά τήν ἐ­πι­τυ­χη­μέ­νη ὁ­λο­κλή­ρω­ση τοῦ δευ­τέ­ρου Δι­ε­θνοῦς Ἐ­πι­στη­μο­νι­κοῦ Συ­νε­δρί­ου, τό ὁ­ποῖ­ο δι­ορ­γά­νω­σε ἡ Ἱ­ε­ρά Σύ­νο­δος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος, αὐ­τήν τήν φο­ρά στήν Θεσ­σα­λο­νί­κη, μέ ἀ­φορ­μή τήν συμ­πλή­ρω­ση 100 ἐ­τῶν ἀ­πό τήν ἵ­δρυ­ση τοῦ πε­ρι­ο­δι­κοῦ Θε­ο­λο­γί­α.

Τό Συ­νέ­δριο εἶ­χε τί­τλο: «Ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη θε­ο­λο­γί­α καί ἡ “ὀν­το­λο­γί­α” τῆς τε­χνο­λο­γί­ας: ἀν­θρω­πο­λο­γι­κές, πο­λι­τι­κές, οἰ­κο­νο­μι­κές, κοι­νω­νι­κές καί πο­λι­τι­σμι­κές συ­νέ­πει­ες».

Κα­τά τήν διά­ρκεια τοῦ Συ­νε­δρί­ου, τό ὁ­ποῖ­ο τί­μη­σαν διά τῆς πα­ρου­σί­ας τους ὁ Πρό­ε­δρος τῆς Δη­μο­κρα­τί­ας κ. Τα­σού­λας, ἡ Αὐ­τοῦ Θει­ο­τά­τη Πα­να­γι­ό­της, ὁ Οἰ­κου­με­νι­κός Πα­τριά­ρχης κ. Βαρ­θο­λο­μαῖ­ος, οἱ Προ­κα­θή­με­νοι τῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν τῆς Βουλ­γα­ρί­ας, τῆς Κύ­πρου καί τῆς Ἀλ­βα­νί­ας, καί Ἐκ­πρό­σω­ποι Αὐ­το­κε­φά­λων Ἐκ­κλη­σι­ῶν, τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος, Πο­λι­τι­κῶν, Δι­κα­στι­κῶν καί Στρα­τι­ω­τι­κῶν Ἀρ­χῶν, ἀ­να­πτύ­χθη­καν ἐ­πι­στη­μο­νι­κές εἰ­ση­γή­σεις ἰ­δι­αι­τέ­ρως ὠ­φέ­λι­μες γιά ὅ­λους μας.

Ταυ­το­χρό­νως δέ, ἡ σύγ­κλη­ση τοῦ ἀ­νω­τά­του δι­οι­κη­τι­κοῦ ὀρ­γά­νου τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται ἐ­νῶ ἡ γε­νι­κό­τε­ρη γε­ω­πο­λι­τι­κή κα­τά­στα­ση στήν εὐ­ρύ­τε­ρη πε­ρι­ο­χή μας – ἀ­πό τήν Γά­ζα ἕ­ως τήν Συ­ρί­α καί τήν Οὐ­κρα­νί­α – πα­ρα­μέ­νει ἐ­ξαι­ρε­τι­κά κρί­σι­μη καί ἐ­πώ­δυ­νη.

Με­τά συ­νο­χῆς καρ­δί­ας πα­ρα­κο­λου­θοῦ­με τήν συ­νε­χι­ζό­με­νη μεί­ζο­να ἀν­θρω­πι­στι­κή κρί­ση στήν Γά­ζα. Κα­λοῦ­με τά ἄ­με­σα ἐμ­πλε­κό­με­να μέ­ρη, ἀλ­λά καί τά λοι­πά ἰ­σχυ­ρά μέ­ρη, νά ἐ­πι­δεί­ξουν σω­φρο­σύ­νη, εἰ­λι­κρι­νῆ δι­ά­θε­ση καί κα­λή πί­στη σέ δι­α­πραγ­μα­τεύ­σεις, ὥ­στε νά ἐ­πι­τευ­χθεῖ ἡ εἰ­ρη­νι­κή συ­νύ­παρ­ξη στήν κρί­σι­μη αὐ­τή πε­ρι­ο­χή τοῦ πλα­νή­τη, ὅ­που κα­λοῦν­ται νά ὑ­πάρ­ξουν ἀπό κοι­νοῦ ὁ Ἰ­ου­δα­ϊ­σμός, ὁ Ἰσ­λα­μι­σμός καί ὁ Χρι­στι­α­νι­σμός.

Ζη­τοῦ­με νά γί­νουν σε­βα­στές οἱ θε­με­λι­ώ­δεις ἀρ­χές καί πρό­νοι­ες τοῦ δι­ε­θνοῦς ἀν­θρω­πι­στι­κοῦ δι­καί­ου πε­ρί προ­στα­σί­ας τῶν ἀ­μά­χων κα­τά τήν δι­ε­ξα­γω­γή στρα­τι­ω­τι­κῶν ἐ­πι­χει­ρή­σε­ων καί νά ἀ­πο­φευ­χθοῦν παν­τα­χό­θεν ἐ­νέρ­γει­ες πού πλήτ­τουν ἀ­μά­χους. Οὐ­δέ­πο­τε στήν ἀν­θρώ­πι­νη ἱ­στο­ρί­α ὁ κύ­κλος τοῦ αἵ­μα­τος ἐ­πέ­λυ­σε δι­ε­θνῆ προ­βλή­μα­τα, ἀν­τι­θέ­τως τά ὄ­ξυ­νε καί τά κα­τέ­στη­σε δυ­σε­πί­λυ­τα ἤ καί ὅ­λως ἀ­νε­πί­λυ­τα.

Ἐ­πι­πλέ­ον, ἐκ­φρά­ζου­με πρός τόν Ἀ­δελ­φό Μα­κα­ρι­ώ­τα­το Πα­τριά­ρχη Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μων κ. Θε­ό­φι­λο τήν ἀλ­λη­λεγ­γύ­η μας. Τό κα­θε­στώς τῶν Πα­να­γί­ων Προ­σκυ­νη­μά­των τῆς Χρι­στι­α­νι­κῆς Πί­στε­ως καί ἡ δι­α­τή­ρη­σή του ἀ­πο­τε­λεῖ πρω­ταρ­χι­κή ἀ­νη­συ­χί­α καί μέ­ρι­μνα τῆς Ἁ­γι­ω­τά­της Ἀ­πο­στο­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος, τοῦ εὐ­σε­βοῦς Ἑλ­λη­νι­κοῦ Λα­οῦ, τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς Πο­λι­τεί­ας, τῶν κα­τά τό­πους Ὀρ­θο­δό­ξων Ἐκ­κλη­σι­ῶν καί Κρα­τῶν, ἀλ­λά καί σύ­νο­λης τῆς Χρι­στι­α­νο­σύ­νης.

Στήν πο­λύ­πα­θη Συ­ρί­α, ὁ ἀρ­χαῖ­ος ἑλ­λη­νορ­θό­δο­ξος πλη­θυ­σμός καί τό ἴ­διο τό πα­λαί­φα­το καί πρε­σβυ­γε­νές ἑλ­λη­νορ­θό­δο­ξο Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο Ἀν­τι­ο­χεί­ας, ὁ γε­νι­κός χρι­στι­α­νι­κός πλη­θυ­σμός καί οἱ δι­ά­φο­ρες μει­ο­νό­τη­τες ἀν­τι­με­τω­πί­ζουν τόν κίν­δυ­νο τῆς συ­νο­λι­κῆς ἐ­ξα­φά­νι­σης ἐξ αἰ­τί­ας τοῦ θρη­σκευ­τι­κοῦ φα­να­τι­σμοῦ καί τῆς μι­σαλ­λο­δο­ξί­ας.

Ἀ­παι­τοῦ­με νά γί­νουν σε­βα­στά τά ἀν­θρώ­πι­να δι­και­ώ­μα­τα καί οἱ θρη­σκευ­τι­κές ἐ­λευ­θε­ρί­ες τῶν «μει­ο­νο­τι­κῶν» ἐ­θνο­θρη­σκευ­τι­κῶν κοι­νο­τή­των καί νά ἐμ­πε­δω­θεῖ ἐ­πι­τέ­λους ἡ εἰ­ρή­νη καί ἡ δη­μο­κρα­τί­α στήν Συ­ρί­α.

Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Ἑλ­λά­δος ὡς Ἀ­δελ­φή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἀν­τι­ο­χεί­ας, ὅ­που τό πρῶ­τον «τό τί­μιον τῶν Χρι­στια­νῶν ἐ­χρη­μά­τι­σεν ὄ­νο­μα», εἶ­ναι σέ ἐ­πι­κοι­νω­νί­α μέ τόν Μα­κα­ρι­ώ­τα­το Ἀ­δελ­φό Πα­τριά­ρχη Ἰ­ω­άν­νη Ι΄ γιά κά­θε δυ­να­τή συμ­πα­ρά­στα­ση πρός τό μαρ­τυ­ρι­κό αὐ­τό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο καί τούς ἐ­κεῖ Ἑλ­λη­νορ­θο­δό­ξους Ἀ­δελ­φούς μας, οἱ ὁ­ποῖ­οι δί­δουν μαρ­τυ­ρί­α Πί­στε­ως, ἀν­το­χῆς καί ἐλ­πί­δος ἐν μέ­σῳ πρω­το­φα­νῶν γιά τόν 21ο αἰ­ῶ­να συν­θη­κῶν καί κα­τα­στά­σε­ων.

Στήν Οὐ­κρα­νί­α, δύ­ο Ὀρ­θό­δο­ξα Ἐ­θνο­κρά­τη, τῆς Οὐ­κρα­νί­ας καί τῆς Ρω­σί­ας, συ­νε­χί­ζουν νά πο­λε­μοῦν με­τα­ξύ τους γιά 5η χρο­νιά μέ ὅ,τι αὐ­τό ἀ­να­πό­φευ­κτα συ­νε­πά­γε­ται γιά τά ἴ­δια καί τό μέλ­λον τους, πνευ­μα­τι­κό, ψυ­χι­κό, δη­μο­γρα­φι­κό καί λοι­πό, σέ μί­α κρί­σι­μη πε­ρι­ο­χή τῆς Εὐ­ρα­σί­ας.

Δυ­στυ­χῶς, φο­βοῦ­μαι πώς μέ­σῳ τοῦ πο­λέ­μου αὐ­τοῦ ἐ­κτί­θε­ται ἐ­νώ­πιον τῶν «ἐ­θνῶν» δι­α­φο­ρο­τρό­πως καί δι­α­φο­ρο­μόρ­φως ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α. Ἰ­σχύ­ει δέ τό ἁ­γι­ο­γρα­φι­κό «Ἐ­γε­νή­θη­μεν ὄ­νει­δο­ς τοῖ­ς γεί­το­σιν ἡ­μῶν, μυ­κτη­ρι­σμό­ς καί χλευ­α­σμό­ς τοῖ­ς κύ­κλῳ ἡ­μῶν».

Πῶς θά στα­θεῖ ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α εἴ­τε στήν το­πι­κή εἴ­τε στήν κα­θο­λι­κή δι­ά­στα­ση καί μαρ­τυ­ρί­α της με­τά ἀ­πό αὐ­τόν τόν ἀ­δελ­φο­κτό­νο πό­λε­μο; Ἀρ­κεῖ δέ ὡς ἄλ­λο­θι ἡ ἐμ­πλο­κή ἤ καί ἡ ὑ­πο­δαύ­λι­ση τῆς σύγ­κρου­σης ἀ­πό πλευ­ρᾶς ξέ­νων δυ­νά­με­ων γιά νά αἰ­τι­ο­λο­γή­σει, πολ­λῷ δέ μᾶλ­λον καί νά δι­και­ο­λο­γή­σει τόν πό­λε­μο; Ὑ­πῆρ­ξε ἡ στά­ση τῶν ἐ­κεῖ καί τῶν ἁ­παν­τα­χοῦ Ἁ­γί­ων Ἀ­δελ­φῶν Ὀρ­θο­δό­ξων Ἐκ­κλη­σι­ῶν ἡ ἐν­δε­δειγ­μέ­νη, «προ­φη­τι­κή», οὕ­τως εἰ­πεῖν;

Ἰ­δι­αί­τε­ρη ἀ­νη­συ­χί­α μᾶς προ­κα­λεῖ ἡ ἀ­νά τόν κό­σμο αὔ­ξη­ση τῶν δι­ώ­ξε­ων κα­τά τῶν Χρι­στια­νῶν, καί ἰ­δι­αι­τέ­ρως στήν Νι­γη­ρί­α, ὅ­που συν­τε­λοῦν­ται συ­νε­χεῖς σφα­γές, ἀ­πό ἀ­κραῖ­ες ἰσ­λα­μι­στι­κές ὀρ­γα­νώ­σεις, ἐ­νῶ καί ἡ ἀναγ­κα­στι­κή «φυ­γή» τοῦ ἀ­δελ­φοῦ ἀρ­με­νι­κοῦ λα­οῦ ἀ­πό τό Ἀρ­τσάχ/Ναγ­κόρ­νο Κα­ραμ­πάχ φαί­νε­ται νά ἀ­κο­λου­θεῖ­ται ἀ­πό συ­στη­μα­τι­κή πο­λι­τι­σμο­κτο­νί­α, ἡ ὁ­ποί­α ὑπεν­θυ­μί­ζει τήν κα­τά­στα­ση κα­τα­στρο­φῆς στά Κα­τε­χό­με­να Κυ­πρια­κά Ἐ­δά­φη με­τά τό 1974.

Ἐλ­πί­ζου­με ἐ­πί­σης τό ζή­τη­μα με­τα­ξύ τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Σι­νᾶ καί τοῦ Αἰ­γυ­πτια­κοῦ Κρά­τους νά ἐ­πι­λυ­θεῖ ὁ­ρι­στι­κά καί δί­και­α, οὕ­τως ὥ­στε να γί­νουν σε­βα­στά τά θρη­σκευ­τι­κά καί λοι­πά δι­και­ώ­μα­τα τῆς Μο­νῆς καί τῆς Ἀ­δελ­φό­τη­τος.

Ἡ Ἱ­ε­ρά Μο­νή ἀ­πο­τε­λεῖ μο­να­δι­κό Τό­πο γιά τήν Ὀρ­θο­δο­ξί­α, τόν Ἑλ­λη­νι­σμό, τήν Χρι­στι­α­νο­σύ­νη, ἀλ­λά καί τήν ἴ­δια τήν Αἴ­γυ­πτο, γέ­φυ­ρα ἐ­πι­κοι­νω­νί­ας με­τα­ξύ τῶν θρη­σκει­ῶν, ἐ­νῶ ὁ σε­βα­σμός τῶν δι­και­ω­μά­των της συ­νι­στᾶ ἁ­πτή ἀ­πό­δει­ξη ὕ­παρ­ξης κρά­τους δι­καί­ου καί πο­λι­τι­σμοῦ.

Χαι­ρε­τί­ζου­με ἰ­δι­αι­τέ­ρως τήν ἐκλο­γή τοῦ Θε­ο­φι­λε­στά­του ἐ­ψη­φι­σμέ­νου νέ­ου Ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που Σι­ναί­ου Συ­με­ών, εὐ­χό­με­νοι εὐ­λο­γη­μέ­νη Δι­α­κο­νί­α πρός δό­ξαν τῆς Ἁ­γί­ας Αἰ­κα­τε­ρί­νης, τῆς Ἐ­φό­ρου καί Προ­στά­τι­δος τῆς Σι­να­ϊ­τι­κῆς Μάν­δρας.

Ἑ­στι­ά­ζον­τας δέ τήν προ­σο­χή μας στήν σύγ­χρο­νη ἐγ­χώ­ρια κα­τά­στα­ση, ὀ­φεί­λου­με νά ἐ­πι­ση­μά­νου­με ὅ­τι ἡ Πα­τρί­δα μας συ­νε­χί­ζει νά ἀν­τι­με­τω­πί­ζει ὑ­παρ­ξια­κές τῷ ὄν­τι προ­κλή­σεις καί μά­λι­στα σέ πε­ρί­ο­δο μα­κρο­χρό­νιας εἰ­ρή­νης καί ἐ­θνι­κῆς κυ­ρι­αρ­χί­ας: δη­μο­γρα­φι­κές, πνευ­μα­τι­κές, πο­λι­τι­σμι­κές. Ἡ δη­μο­γρα­φι­κή κρί­ση κα­θί­στα­ται ἐ­πι­κίν­δυ­νη ἀ­κό­μη καί γι’ αὐ­τή τήν φυ­σι­κή ἐ­πι­βί­ω­ση τοῦ ἀρ­χαί­ου καί ἐν­δό­ξου Ἔ­θνους μας στήν ἱ­στο­ρι­κή γῆ του.

Χω­ρίς ὑ­περ­βο­λή, ὁ γε­νι­κός πλη­θυ­σμός ἔ­χει κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά κα­ταρ­ρεύ­σει, ἐ­νῶ τό ἥ­μι­συ τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ πλη­θυ­σμοῦ κα­τοι­κεῖ στό Λε­κα­νο­πέ­διο Ἀτ­τι­κῆς.

Εἶ­ναι πρό­δη­λο ὅ­τι αὐ­τή ἡ κα­τά­στα­ση τῆς πλη­θυ­σμια­κῆς ὑπερ­συγ­κέν­τρω­σης στό Ἀτ­τι­κό Λε­κα­νο­πέ­διο δέν εἶ­ναι βι­ώ­σι­μη καί σα­φῶς ἐ­πι­δει­νώ­νει τό δη­μο­γρα­φι­κό πρό­βλη­μα, καί ὄ­χι μό­νο, ἀ­φοῦ ἡ δυ­σχε­ρής ἀ­στι­κή ζω­ή εἶ­ναι πη­γή δι­α­φό­ρων προ­βλη­μά­των, με­τα­ξύ ἄλ­λων καί ψυ­χο­λο­γι­κῶν.

Σχο­λεῖ­α κλεί­νουν κα­τά ἑ­κα­τον­τά­δες στήν ἐ­παρ­χί­α, ἀ­κό­μη καί στήν Ἀτ­τι­κή. Φο­βοῦ­μαι πώς τό­σο ἡ δι­ά­γνω­ση τῆς αἰ­τι­ο­λο­γί­ας τοῦ προ­βλή­μα­τος, ὅ­σο καί οἱ ἐ­πί τῇ βά­σει αὐ­τῆς τῆς ἀ­νά­γνω­σης προ­τει­νό­με­νες λύ­σεις δέν θά ἀ­πο­φέ­ρουν οὐ­σι­α­στι­κά καί ση­μαν­τι­κά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα.

Ἡ βα­θύ­τε­ρη οὐ­σί­α πολ­λῶν προ­βλη­μά­των τῆς σύγ­χρο­νης κοι­νω­νί­ας εἶ­ναι ἄλ­λη ἀ­πό τά ἐ­πι­φαι­νό­με­να, εἶ­ναι πνευ­μα­τι­κή, εἶ­ναι κρί­ση ἐ­νερ­γοῦ πί­στε­ως καί ἀ­ξι­ῶν, ἄ­με­σα συν­δε­δε­μέ­νη μέ τήν ἐκ­κο­σμί­κευ­ση καί τίς ἀξί­ες της.

Ἐ­κεῖ ἐν­το­πί­ζε­ται καί ὁ πυ­ρή­νας τοῦ δη­μο­γρα­φι­κοῦ, τῆς ἀ­πο­δό­μη­σης τῆς οἰ­κο­γέ­νειας ὡς θε­με­λι­ώ­δους καί πρω­ταρ­χι­κῆς ἀ­το­μι­κῆς καί κοι­νω­νι­κῆς ἀ­ξί­ας, τῆς ἐν­δο­οι­κο­γε­νεια­κῆς βί­ας, τῆς βί­ας τῶν ἀ­νη­λί­κων, πολ­λῶν κα­τα­χρή­σε­ων, ἐ­ξαρ­τή­σε­ων, ψυ­χο­λο­γι­κῶν προ­βλη­μά­των, ἀ­κό­μη καί τῆς ἀ­πλη­στί­ας, τῆς ἐ­πι­δί­ω­ξης τοῦ ὑ­λι­κοῦ κέρ­δους. Χω­ρίς τήν σω­στή δι­ά­γνω­ση τῆς αἰ­τι­ο­λο­γί­ας τῶν κοι­νω­νι­κῶν προ­βλη­μά­των εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τη ἡ οὐ­σι­α­στι­κή καί ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κή θε­ρα­πεί­α τους.

Ἐν­τός τοῦ πλαι­σί­ου τοῦ δη­μο­γρα­φι­κοῦ προ­βλή­μα­τος, τό με­τα­να­στευ­τι­κό ἀ­πο­κτᾶ με­γί­στη ση­μα­σί­α, δι­ό­τι ἀ­φ’ ἑ­νός ἡ συρ­ρί­κνω­ση τοῦ αὐ­τό­χθο­νος ἑλ­λη­νορ­θό­δο­ξου πλη­θυ­σμοῦ καί ἀ­φ’ ἑ­τέ­ρου ἡ συ­νε­χής ἐγ­κα­τά­στα­ση ξέ­νων πλη­θυ­σμῶν, δύ­να­ται, προ­ϊ­όν­τος τοῦ χρό­νου, νά δη­μι­ουρ­γή­σει πε­ρισ­σό­τε­ρα προ­βλή­μα­τα ἀ­π’ ὅ­σα ἐν­δε­χο­μέ­νως θε­ω­ρεῖ­ται ὅ­τι θά ἐ­πι­λύ­σει (κυ­ρί­ως οἰ­κο­νο­μι­κά καί ἀ­σφα­λι­στι­κά).

Ἡ κοι­νω­νι­κή συ­νο­χή δέν φέ­ρει ἀ­πο­κλει­στι­κά ὁ­ρι­ζόν­τι­ες -οἰ­κο­νο­μι­κές- δι­α­στά­σεις, ἀλ­λά εἶ­ναι προ­ϊ­όν πολ­λῶν πα­ρα­γόν­των καί ὄ­χι μο­νά­χα ὁ­ρι­ζον­τί­ων, ὑ­λι­κῶν.

Αὐ­τό τε­λευ­ταῖ­α κα­θί­στα­ται προ­φα­νές σέ πολ­λές δυ­τι­κές κοι­νω­νί­ες, ὅ­που ἐμ­φα­νί­ζον­ται φαι­νό­με­να δι­άρ­ρη­ξης καί ἀ­πο­δό­μη­σης τῆς κοι­νω­νι­κῆς συ­νο­χῆς ἐξ αἰ­τί­ας τῆς δη­μι­ουρ­γη­θεί­σης ἑ­τε­ρο­γε­νοῦς κα­τα­στά­σε­ως.

Χρει­ά­ζε­ται, λοι­πόν, σύ­νε­ση, σο­φί­α, εὐ­θυ­κρι­σί­α, ἰ­σορ­ρο­πί­α καί ἑ­νό­τη­τα, ὄ­χι ἀ­κρό­τη­τες καί πό­λω­ση.

Στήν Πα­τρί­δα μας καί στόν κό­σμο βι­ώ­νου­με μί­α πε­ρί­ερ­γη κα­τά­στα­ση ἐκ­κρε­μοῦς. Αὐ­τό τό ἐκ­κρε­μές τοῦ κα­κοῦ κι­νεῖ­ται ἄλ­λο­τε πρός τήν πα­θη­τι­κό­τη­τα, ἄλ­λο­τε πρός ἕ­ναν ζῆ­λο «οὐ κα­τ’ ἐ­πί­γνω­σιν» καί ἐκ­δη­λώ­νε­ται εἴ­τε μέ ἀ­δι­α­φο­ρί­α καί ἀ­κη­δεί­α πε­ρί τά πνευ­μα­τι­κά εἴ­τε μέ κα­τα­θλι­πτι­κή πα­ραί­τη­ση εἴ­τε μέ μα­νια­κές ἀ­να­ζη­τή­σεις νο­ή­μα­τος καί προ­σκόλ­λη­σης στά φθαρ­τά.

Τό ἴ­διο ἀ­κρι­βῶς συμ­βαί­νει δυ­στυ­χῶς καί σέ δι­ε­θνές ἐ­πί­πε­δο, ὄχι μό­νο σέ ἀ­το­μι­κό, ἀλ­λά καί σέ συλ­λο­γι­κό, ὅ­που λα­οί ὁ­λό­κλη­ροι κα­τα­κρε­ουρ­γοῦν­ται μέ κα­θο­δή­γη­ση, δυ­στυ­χῶς, ἡ­γε­τῶν πού ἔ­πρε­πε νά ἔ­χουν προ­τε­ραι­ό­τη­τα τήν εὐ­θύ­νη καί ὄ­χι τό μί­σος, μέ συ­νέ­πεια ἡ ἀν­θρω­πό­τη­τα νά μα­τώ­νει ἄ­νευ λό­γου καί σκο­ποῦ.

Πί­σω ἀ­π’ ὅ­λα αὐ­τά βρί­σκε­ται μί­α καί μό­νο βα­θύ­τε­ρη αἰ­τί­α ἡ λή­θη τοῦ Θε­οῦ, ἡ ἀ­που­σί­α γνώ­σε­ως Θε­οῦ, ἡ ὁ­ποί­α δέν εἶ­ναι ἰ­δε­ο­λο­γι­κή, ἀλ­λά ἐμ­πει­ρι­κή καί με­θε­ξια­κή, καί ἡ ὁ­ποί­α ἄν δέν ὑ­πῆρ­χε, θά ὁ­δη­γοῦ­σε του­λά­χι­στον σέ στοι­χει­ώ­δη δι­ά­κρι­ση ὥ­στε νά κα­τα­λά­βου­με ποι­ό εἶ­ναι τό πραγ­μα­τι­κό πρό­βλη­μα τοῦ ἀν­θρώ­που καί ποι­ά εἶ­ναι τά ψευ­δε­πί­γρα­φα καί φαν­τα­στι­κά.

Κα­λοῦ­με, λοι­πόν, ἐν ἐ­σχά­τῃ τα­πει­νώ­σει καί ὡς οἱ ἐ­λά­χι­στοι τῶν ἀ­δελ­φῶν, τούς ἀν­θρώ­πους ἐν­τός καί ἐ­κτός τῆς Πα­τρί­δος μας νά ἀ­να­ζη­τή­σουν τό ἔ­σχα­το νό­η­μα τῆς ζω­ῆς στήν γνώ­ση τοῦ μό­νου Ἀ­λη­θι­νοῦ Θε­οῦ.

Αὐ­τή ἡ γνώ­ση θά τούς κα­θο­δη­γή­σει, θά τούς γα­λη­νέ­ψει καί θά τούς προ­βλη­μα­τί­σει γιά τό ἄν ἔ­χει νό­η­μα αὐ­τή ἡ γῆ, ἡ ὁ­ποί­α θά μπο­ροῦ­σε νά γί­νει προ­βί­ω­ση πα­ρα­δεί­σου, νά με­τα­σχη­μα­τί­ζε­ται ἐν τέ­λει σέ πρό­γευ­ση κο­λά­σε­ως.

Ἔ­χον­τας στήν σκέ­ψη μας ὅ­σα προ­α­νε­φέρ­θη­σαν γί­νε­ται ἀν­τι­λη­πτή ἡ ζω­τι­κή γιά τήν Ἐκ­κλη­σί­α καί τήν Κοι­νω­νί­α μας ση­μα­σί­α τῆς ὕ­παρ­ξης ἱ­κα­νῶν στε­λε­χῶν καί δή Κλη­ρι­κῶν κα­τάλ­λη­λα προ­ε­τοι­μα­σμέ­νων, ἐ­φο­δι­α­σμέ­νων μέ τίς ἀ­πα­ραί­τη­τες γνώ­σεις καί δε­ξι­ό­τη­τες προ­κει­μέ­νου νά δύ­ναν­ται νά ἀν­τα­πο­κρι­θοῦν στίς ἀ­παι­τή­σεις τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς δι­α­κο­νί­ας σή­με­ρα.

Ἄν ἐ­πι­θυ­μοῦ­με τήν ἐ­παύ­ριον Ἐ­νο­ρί­ες ζων­τα­νές καί Ποι­μέ­νες δρα­στή­ριους, ὀ­φεί­λου­με σή­με­ρα νά ἐ­πεν­δύ­σου­με σέ αὐ­τούς καί σᾶς κα­λῶ σή­με­ρα νά στη­ρί­ξε­τε τρεῖς με­γά­λους ἄ­ξο­νες πού ἀ­φο­ροῦν τό μέλ­λον τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας.

Πρῶ­τος ἄ­ξο­νας: ἡ στή­ρι­ξη τῆς ἱ­ε­ρα­τι­κῆς οἰ­κο­γέ­νειας.

Ὁ Ἱ­ε­ρέ­ας τοῦ χω­ριοῦ καί τῆς πό­λε­ως δέν πρέ­πει νά αἰ­σθά­νε­ται μό­νος. Ἡ πρε­σβυ­τέ­ρα, τά παι­διά, ὁ ἴ­διος ὁ Κλη­ρι­κός χρει­ά­ζον­ται τή στή­ρι­ξη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, πνευ­μα­τι­κά καί πρα­κτι­κά. Μί­α οἰ­κο­γέ­νεια πού στέ­κε­ται ὄρ­θια γί­νε­ται ἐρ­γα­στή­ρι ἁ­γι­ό­τη­τας: ἀ­πό ἐ­κεῖ μπο­ροῦν νά προ­κύ­ψουν οἱ αὐ­ρια­νοί Ἱ­ε­ρεῖς, ἀλ­λά καί Μο­να­χοί καί Μο­να­χές, πού θά κρα­τή­σουν ζων­τα­νή τήν πα­ρά­δο­σή μας. Δέν μπο­ροῦ­με νά ἀ­φή­σου­με τήν ἱ­ε­ρα­τι­κή οἰ­κο­γέ­νεια νά πα­λεύ­ει μό­νη. Χρει­ά­ζον­ται πρω­το­βου­λί­ες στη­ρί­ξε­ως, θε­σμο­θε­τη­μέ­νες καί στα­θε­ρές, ὥ­στε κά­θε Κλη­ρι­κός νά γνω­ρί­ζει ὅ­τι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι δί­πλα του.

Δεύ­τε­ρος ἄ­ξο­νας: οἱ Σχο­λές Μα­θη­τεί­ας Ὑ­πο­ψη­φί­ων Κλη­ρι­κῶν (ΣΜΥΚ).

Ὁ νέ­ος Κλη­ρι­κός δέν ἀρ­κεῖ νά ἔ­χει ἁ­πλῶς μί­α θε­ω­ρη­τι­κή κα­τάρ­τι­ση. Ὀ­φεί­λει νά μά­θει νά στέ­κε­ται μέ εὐ­πρέ­πεια στό Ἱ­ε­ρό Θυ­σι­α­στή­ριο, νά κη­ρύτ­τει μέ θάρ­ρος, νά ὀρ­γα­νώ­νει σω­στά τήν Ἐ­νο­ρί­α του καί νά ἀγ­κα­λιά­ζει τήν κοι­νω­νί­α. Οἱ Σχο­λές Μα­θη­τεί­ας Ὑ­πο­ψη­φί­ων Κλη­ρι­κῶν εἶ­ναι σχο­λεῖ­α πρά­ξης καί δι­α­κο­νί­ας καί δί­δουν στόν ὑ­πο­ψή­φιο κλη­ρι­κό γνώ­σεις ὥ­στε νά ὀρ­γα­νώ­νει σω­στά τήν Ἐ­νο­ρί­α του, ἐ­νῶ κα­τά τή δεύ­τε­ρη χρο­νιά φοί­τη­σης οἱ ἱ­ε­ρο­σπου­δα­στές κά­νουν πρα­κτι­κή ἄ­σκη­ση στίς δο­μές τῶν Ἱ­ε­ρῶν Μη­τρο­πό­λε­ων. Μέ τή νέ­α ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή ἑ­στί­α τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Ἀρ­χι­ε­πι­σκο­πῆς Ἀ­θη­νῶν καί τήν ἑ­στί­α τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Βελ­λᾶς προ­σφέ­ρου­με δω­ρε­άν στέ­γη καί τρο­φή, ὥ­στε οἱ ἱ­ε­ρο­σπου­δα­στές νά σπου­δά­ζουν μέ ἀ­ξι­ο­πρέ­πεια. Τώ­ρα εἶ­ναι ἡ ὥ­ρα νά ἐν­θαρ­ρύ­νου­με τά νέ­α παι­διά σέ ὅ­λες τίς Ἱ­ε­ρές Μη­τρο­πό­λεις μέ κλή­ση καί ὅ­ρα­μα νά ἀ­κο­λου­θή­σουν τόν δρό­μο αὐ­τό. Οἱ νέ­οι Κλη­ρι­κοί θά ἀ­πο­τε­λοῦν εὐ­λο­γί­α καί δύ­να­μη γιά κά­θε Ἱ­ε­ρά Μη­τρό­πο­λη, με­τα­φέ­ρον­τας γνώ­σεις καί ζῆ­λο γιά τό ἔρ­γο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.

Τρί­τος ἄ­ξο­νας: ἡ διά βί­ου ἐκ­παί­δευ­ση τῶν Κλη­ρι­κῶν.

Ὁ ση­με­ρι­νός Ποι­μέ­νας δέν μπο­ρεῖ νά πε­ρι­ο­ρι­στεῖ σέ ὅ­σα ἔ­μα­θε στήν ἀρ­χή τῆς δι­α­κο­νί­ας του. Χρει­ά­ζε­ται νά κα­τα­νο­εῖ τή γλῶσ­σα τῶν νέ­ων, νά στη­ρί­ζει τήν οἰ­κο­γέ­νεια πού δο­κι­μά­ζε­ται, νά πα­ρη­γο­ρεῖ τόν ἀ­σθε­νῆ, νά μι­λᾶ γιά βι­ο­η­θι­κή καί νά ἀ­ξι­ο­ποι­εῖ τήν τε­χνο­λο­γί­α. Τό Ἵ­δρυ­μα Ποι­μαν­τι­κῆς Ἐ­πι­μορ­φώ­σε­ως τῆς Ι.Α.Α., ἀ­να­γνω­ρι­σμέ­νο ἀ­πό τό Κρά­τος, προ­σφέ­ρει δω­ρε­άν σε­μι­νά­ρια, μο­ρι­ο­δο­τού­με­να καί πι­στο­ποι­η­μέ­να, ἀ­πα­ραί­τη­τα γιά τήν ἐ­πι­μόρ­φω­ση καί ἀ­ξι­ο­λό­γη­ση τῶν Ἱ­ε­ρέ­ων. Δη­μι­ουρ­γεῖ συ­νερ­γα­σί­ες μέ τήν ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κή κοι­νό­τη­τα καί προ­σαρ­μό­ζει τά προ­γράμ­μα­τά του στίς ἀ­νάγ­κες κά­θε Ἱ­ε­ρᾶς Μη­τρο­πό­λε­ως. Ἔ­τσι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μέ τό δι­κό της Κέν­τρο Διά Βί­ου Μά­θη­σης καί Ἐ­ρευ­νη­τι­κό Κέν­τρο, ἐ­ξο­πλί­ζει τούς ποι­μέ­νες μέ τά ἀ­πα­ραί­τη­τα ἐ­φό­δια.

Τό μέλ­λον πρέ­πει νά τό οἰ­κο­δο­μή­σου­με. Ἄν θέ­λου­με αὔ­ριο Ἐκ­κλη­σί­α μέ ἰ­σχυ­ρή φω­νή μέ­σα στήν κοι­νω­νί­α, σή­με­ρα εἶ­ναι ἡ ὥ­ρα νά στη­ρί­ξου­με τίς ἱ­ε­ρα­τι­κές οἰ­κο­γέ­νει­ες, τίς Σ.Μ.Υ.Κ. καί νά προ­ω­θή­σου­με τήν διά βί­ου ἐκ­παί­δευ­ση.

Ἡ συ­νο­δοι­πο­ρί­α ὅ­λων μας πρός αὐ­τή τήν κα­τεύ­θυν­ση κα­θί­στα­ται ἀ­ναγ­καί­α, κα­θώς τό μέλ­λον τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας συ­ναρ­τᾶ­ται μέ τίς ἀ­πο­φά­σεις πού λαμ­βά­νου­με σή­με­ρα.

Ὡς πρός τό πρό­γραμ­μα τῶν ἐρ­γα­σι­ῶν τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας τῆς Ἁ­γι­ω­τά­της Ἐκ­κλη­σί­ας μας, κα­τά τήν ση­με­ρι­νή Συ­νε­δρί­α θά γί­νει πα­ρου­σί­α­ση τῶν Πε­πραγ­μέ­νων τῶν Συ­νο­δι­κῶν Ἐ­πι­τρο­πῶν γιά τό Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό Ἔ­τος 2024-2025, ὑ­πό τῶν Σε­βα­σμι­ω­τά­των Προ­έ­δρων αὐ­τῶν.

Στήν συ­ζή­τη­ση πού θά ἀ­κο­λου­θή­σει θά ἔ­χου­με τήν δυ­να­τό­τη­τα νά πλη­ρο­φο­ρη­θοῦ­με πε­ρί τοῦ ἔρ­γου τῶν Συ­νο­δι­κῶν Ἐ­πι­τρο­πῶν καί νά ἀ­να­ζη­τή­σου­με τρό­πους αὐ­ξή­σε­ως τῆς πα­ρα­γω­γι­κό­τη­τός τους. Στήν συ­νέ­χεια, θά ἐ­πα­κο­λου­θή­σει ἡ συμ­πλή­ρω­ση τοῦ Κα­τα­λό­γου τῶν πρός Ἀρ­χι­ε­ρα­τεί­αν Ἐ­κλο­γί­μων καί θά ὁ­λο­κλη­ρώ­σου­με μέ τήν συ­ζή­τη­ση καί τήν ψή­φι­ση Κα­νο­νι­σμῶν.

Τήν ἑ­πο­μέ­νη θά ἀ­κού­σου­με δύ­ο εἰ­ση­γή­σεις. Ἡ μί­α ἔ­χει θέ­μα: «Οἱ ρα­σο­φό­ροι μο­να­χοί στήν πα­ρά­δο­ση καί τή ζω­ή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας», τήν ὁ­ποί­α θά ἀ­να­πτύ­ξει ὁ Σε­βα­σμι­ώ­τα­τος Μη­τρο­πο­λί­της Ναυ­πά­κτου καί Ἁ­γί­ου Βλα­σί­ου κ. Ἱ­ε­ρό­θε­ος, καί ἔ­πει­τα θά ἀ­κού­σου­με τήν εἰ­σή­γη­ση μέ θέ­μα: «Τε­χνη­τή εὐ­φυί­α – Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μπρο­στά στήν ἀ­να­δυ­ό­με­νη νέ­α ἀν­θρω­πο­λο­γί­α», ἀ­πό τόν Σε­βα­σμι­ώ­τα­το Μη­τρο­πο­λί­τη Με­σο­γαί­ας καί Λαυ­ρε­ω­τι­κῆς κ. Νι­κό­λα­ο.

Πρό­κει­ται πε­ρί δύ­ο θε­μά­των πού κα­τέ­χουν ση­μαί­νου­σα θέ­ση στήν ζω­ή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας. Ἀ­πό τήν μί­α ὁ Ὀρ­θό­δο­ξος μο­να­χι­σμός δη­μι­ουρ­γεῖ τίς προ­ϋ­πο­θέ­σεις γιά τήν ἀ­πό­κτη­ση τῆς κα­θάρ­σε­ως τῆς καρ­διᾶς καί τῆς νο­ε­ρᾶς ἡ­συ­χί­ας, τοῦ φω­τι­σμοῦ τοῦ νο­ός, ὁ­πό­τε ὁ ἄν­θρω­πος κα­θί­στα­ται ἱ­κα­νός νά φθά­σει στήν γνώ­ση τοῦ Θε­οῦ καί στήν συ­νέ­χεια νά τήν δι­α­τυ­πώ­σει μέ­σα ἀ­πό τήν Θε­ο­λο­γί­α. Ἀ­πό τήν ἄλ­λη, ἡ τε­χνη­τή εὐ­φυί­α ἀ­πο­τε­λεῖ τήν νέ­α πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, μέ­σα στήν ὁ­ποί­α κα­λού­μα­στε νά δοῦ­με τήν θέ­ση καί τόν ρό­λο πού δι­α­δρα­μα­τί­ζει ὁ ἄν­θρω­πος, βα­σι­ζό­με­νοι στήν Θε­ο­λο­γι­κή δι­δα­σκα­λί­α τῆς Ἁ­γί­ας Ἐκ­κλη­σί­ας μας.

Καί οἱ δύ­ο Σε­βα­σμι­ώ­τα­τοι εἰ­ση­γη­τές κα­τέ­χουν τήν γνώ­ση καί τήν ἐμ­πει­ρί­α γιά νά μᾶς βο­η­θή­σουν νά προ­σεγ­γί­σου­με ἐ­ποι­κο­δο­μη­τι­κῶς τά συγ­κε­κρι­μέ­να θέ­μα­τα.

Θά ἐ­πα­κο­λου­θή­σει συ­ζή­τη­ση. Ὁ κά­θε ἀ­δελ­φός θά κα­τα­θέ­σει τίς ἀ­πό­ψεις του, ὥ­στε μέ­σα ἀ­πό ἕ­ναν γό­νι­μο δι­ά­λο­γο νά μπο­ρέ­σου­με ὅ­λοι μα­ζί νά δι­α­μορ­φώ­σου­με τήν πλέ­ον ὠ­φέ­λι­μη στά­ση γιά τούς πι­στούς μας.

Τήν τε­λευ­ταί­α ἡ­μέ­ρα θά προ­βοῦ­με στίς ἐ­κλο­γές τῶν Σε­βα­σμι­ω­τά­των Μη­τρο­πο­λι­τῶν Δρυ­ϊ­νου­πό­λε­ως, Πω­γω­νια­νῆς καί Κο­νί­τσης, καί Κο­ρίν­θου, ἐ­νῶ στήν συ­νέ­χεια θά ἐ­κλέ­ξου­με καί βο­η­θούς Ἐ­πι­σκό­πους.

Σᾶς εὔ­χο­μαι κα­λή δύ­να­μη καί ἑ­νω­μέ­νοι ὑ­πό τήν σκέ­πη καί τήν πνο­ή τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος νά λά­βου­με ἀ­πο­φά­σεις γιά τό κα­λό τῆς Ἁ­γί­ας μας Ἐκ­κλη­σί­ας.

Σᾶς εὐ­χα­ρι­στῶ πο­λύ.

WP2Social Auto Publish Powered By : XYZScripts.com