2024/02/20 at 1:52 ΜΜ 20/02/2024 newsroomΆρθρο προέδρου ΕΒΕΠ Βασίλη Κορκίδη
Ο τρόπος επισήμανσης της χώρας προέλευσης ενός προϊόντος επηρεάζει την εσωτερική αγορά και πολύ περισσότερο στον κλάδο των τροφίμων. Η ετικέτα «Made in the EU» είναι γενική για τις αγορές τρίτων χωρών και ενδέχεται να είναι και παραπλανητική. Το ζήτημα της αναγραφής του τόπου προέλευσης των τροφίμων αποκαλύφθηκε από τις πρόσφατες αγροτικές κινητοποιήσεις και τα αιτήματα των αγροτών σε πολλές χώρες της ΕΕ. Στη συζήτηση για τον τρόπο αναγραφής προέλευσης ενός μεγάλου εύρους αγροδιατροφικών προϊόντων αναδεικνύονται ερωτήματα για την επέκταση της ενοποίησης των «origin labels» στην ΕΕ, αλλά και καταγγελίες πρακτικών που αποδυναμώνουν τη παραγωγή των κρατών – μελών. Στις βασικές διεκδικήσεις τους οι ευρωπαίοι αγρότες και κτηνοτρόφοι αναφέρουν ότι δεν θα πρέπει να εξαλειφθεί η εθνική προέλευση στα προϊόντα τους και να αντικατασταθεί από την ένδειξη «Made in EU». Θεωρούν πως αυτό παραπλανά τους ευρωπαίους καταναλωτές, ανοίγει τον δρόμο για νοθείες και ταυτόχρονα πλήττει τους ίδιους τους παραγωγούς που επωφελούνται από την υπεραξία του προϊόντος που παράγουν. Μάλιστα παρά την αυστηροποίηση του ευρωπαϊκού πλαισίου σήμανσης με συγκεκριμένο barcode στα προϊόντα κάθε χώρας, επιθυμούν την επανεθνικοποίηση των κανόνων σε ό,τι αφορά τη σήμανση των τροφίμων.
Το παραγωγικό μοντέλο πολλών ευρωπαϊκών κρατών, επί σειρά ετών, βασίστηκε στον προστατευτισμό της εγχώριας παραγωγής, λαμβάνοντας διάφορα μέτρα για την ανάδειξη των τοπικών προϊόντων με την αναγραφή του τόπου προέλευσης. Ωστόσο, αυτή η στρατηγική άλλαξε, με την ενιαία ευρωπαϊκή αγορά να ανοίγει μια «ομπρέλα» προστατευτισμού σε ένα ευρύτερο ευρωπαικό πεδίο, απέναντι σε άλλες μεγάλες παραγωγικές δυνάμεις και τους διεθνείς ανταγωνιστές της. Όμως, υπήρχαν κάποιες εξαιρέσεις που αφορούσαν κυρίως τα τρόφιμα, σύμφωνα με τον Κανονισμό της ΕΕ 1169/2011, όπου η αναγραφή καταγωγής είναι υποχρεωτική για το βόειο κρέας και τα προϊόντα του, το μέλι, τα οπωροκηπευτικά, τα ψάρια, το κρασί και το ελαιόλαδο. Παρόμοια μέτρα ισχύουν και για το γάλα, καθώς η κείμενη εθνική νομοθεσία καθιστά υποχρεωτική την αναγραφή της προέλευσης των γαλακτοκομικών προϊόντων. Ειδικότερα, όλα τα παράγωγα του γάλακτος όπως τυριά, γιαούρτια, βούτυρο, κρέμα γάλακτος καθώς και γλυκά με βάση το γάλα οφείλουν να αναγράφουν επί των συσκευασιών τους τη χώρα προέλευσης του γάλακτος. Μόνο στην περίπτωση που το γάλα προέρχεται από περισσότερα του ενός κράτη – μέλη, επιτρέπεται να αναγράφεται το «Made in EU».
Ως γνωστό, υπάρχουν προϊόντα Προστατευόμενης Γεωγραφικής Προέλευσης ΠΟΠ, όπως και πιστοποίησης ΠΕ, ανάλογα με το συγκεκριμένο προϊόν. Το «labeling», κυρίως σε κάποια τρόφιμα και σε συγκεκριμένες κατηγορίες αγαθών επιτρέπεται στην Ευρώπη για πολλούς λόγους που ανάγονται στο γεγονός ότι η ΕΕ προσπαθεί να προστατεύσει την αγροτική της παραγωγή, αυξάνοντας τις εξαγωγές και περιορίζοντας τις εισαγωγές. Πρωταρχικός στόχος όμως είναι να παραμένουν οι αγρότες στις περιοχές τους, ώστε να διατηρηθεί η απασχόληση, να αυξηθεί η αγροτική παραγωγή και να μην δημιουργηθεί ερήμωση της υπαίθρου, κάτι που, δυστυχώς, συμβαίνει ήδη σε μεγάλο βαθμό στην Ευρώπη. Αξίζει να σημειωθεί ότι πέραν του barcode που για τα προϊόντα της χώρας μας ξεκινά από «520» υπάρχει και το «Ελληνικό Σήμα», το οποίο πιστοποιεί την προέλευση προϊόντων που παράγονται στην Ελλάδα. Προαιρετικά, ένας παραγωγός μπορεί να χρησιμοποιεί το λεγόμενο «Ελληνικό Σήμα» για ορισμένες κατηγορίες αγροτικών προϊόντων που πληρούν κάποιες συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Απαιτείται βεβαίως, η παραγωγή, η εκτροφή και η συγκομιδή να πραγματοποιείται στην ελληνική επικράτεια, ενώ για τα μεταποιημένα προϊόντα απαιτείται η βασική πρώτη ύλη να προέρχεται από την Ελλάδα. Το βασικό κριτήριο για την απονομή του ελληνικού σήματος είναι η εγχώρια προστιθέμενη αξία από τα γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα μας.
Το θέμα όμως που μας απασχολεί περισσότερο είναι γιατί το ελληνικό logo «Made in Greece» αναγράφεται όλο και λιγότερο στις συσκευασίες εγχώριων προϊόντων και αποδυναμώνεται ο ελληνικός χαρακτήρας στα φρούτα, τρόφιμα, χυμούς και αναψυκτικά. Από δημοσιεύσεις άρθρων παρουσιάστηκε μάλιστα μια έρευνα για τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη συμμετοχή στην κοινή αγορά, αλλά και για τους κινδύνους παράνομης ελληνοποίησης προιόντων που προκύπτουν από τη διαδικασία του labeling σε βάρος των Έλλήνων παραγωγών. Ωστόσο, η ευρωπαϊκή νομοθεσία για μια σειρά από τρόφιμα, δίνει τη δυνατότητα να αναγράφεται πάνω στο προϊόν το κράτος – μέλος στο οποίο παρασκευάστηκαν. Σωστά λοιπόν η ελληνική νομοθεσία προβλέπει το λεγόμενο «Ελληνικό Σήμα», το οποίο πιστοποιεί την προέλευση προϊόντων και υπηρεσιών που παράγονται στην Ελλάδα. Αυτή η πρωτοβουλία δεν αντιβαίνει τους κανονισμούς της ΕΕ και ενδεχομένως να δείχνει τον δρόμο για το μέλλον, αφού ουσιαστικά προστατευτεί το «Made in Greece». Χωρίς λοιπόν να παραβιάζονται όσα έχουν συμφωνηθεί στο πλαίσιο της συμμετοχής μας στην ΕΕ, υπάρχουν τρόποι ώστε να ενισχυθεί η ελληνική παραγωγή, καθώς κι ο πρωτογενής τομέας της χώρας μας.
Από την πλευρά των καταναλωτών είναι εύλογο να γνωρίζουν που ακριβώς παράγονται και από που πραγματοποιούνται οι ποιοτικοί έλεγχοι των τροφίμων που αγοράζουν. Τόσο στην εγχώρια, όσο και την ευρωπαική αγορά πρέπει να παρέχεται κάθε δυνατή πληροφορία, ώστε οι καταναλωτές να επιλέγουν την ελληνική γη, τα ελληνικά χέρια και την ελληνική ποιότητα. Σκοπός της ελληνικής επιχειρηματικότητας πρέπει να είναι η εδραίωση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών στα προϊόντα που δηλώνονται ελληνικά και η αποφυγή φαινομένων παραπλάνησης. Η προστασία των συμφερόντων των παραγωγών από απομιμήσεις και αθέμιτο ανταγωνισμό, ενισχύει την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, προωθεί τα τοπικά προϊόντα και στηρίζει τις μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις παραγωγών των ελληνικών προϊόντων αγροδιατροφής. Είναι άλλωστε υποχρέωση του κράτους να διαφυλάξει την προστιθέμενη ελληνική αξία, αφού τελικά κάθε χώρα κρίνεται ξεχωριστά από την ΕΕ για τις επιδόσεις στην οικονομία της. Σε κάθε περίπτωση, το όραμα της κοινής Ευρωπαϊκής Αγοράς απαιτεί πολλά περισσότερα από ένα κοινό σήμα προέλευσης. Η επιβράβευση και η στήριξη των Ελλήνων παραγωγών, που δίνουν αγώνα καθημερινά στο χωράφι πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα για όλους μας.