2024/03/06 at 12:55 ΜΜ 06/03/2024 newsroom
Οι βουλευτές του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.-ΠΣ που υπογράφουμε, προβάλλουμε ένσταση και αντιρρήσεις λόγω αντισυνταγματικότητας κατά του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού, με τίτλο «Ενίσχυση του Δημόσιου Πανεπιστημίου – Πλαίσιο λειτουργίας μη κερδοσκοπικών παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων» και συγκεκριμένα ως προς
επί της αρχής και επί του συνόλου των άρθρων του Μέρους Δ΄ του νομοσχεδίου (άρθρα 130 έως 155), για το λόγο ότι τα Νομικά Πρόσωπα Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (Ν.Π.Π.Ε.) που οι διατάξεις αυτές θεσπίζουν και ρυθμίζουν είναι Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου (και όχι Δημοσίου Δικαίου), κατά παράβαση του άρθρου 16 παρ. 5 του Συντάγματος και επιπροσθέτως:
των άρθρων 135 και 152 του νομοσχεδίου, για το λόγο ότι δεν διασφαλίζουν την ακαδημαϊκή αυτοδιοίκηση των Ν.Π.Π.Ε., κατά παράβαση ομοίως του άρθρου 16 παρ. 5 του Συντάγματος,
του άρθρου 147 του νομοσχεδίου, για το λόγο ότι προβλέπει διαφορετικούς όρους πρόσβασης φοιτητών στα Ν.Π.Π.Ε. έναντι των δημόσιων πανεπιστημίων, κατά παράβαση του δικαιώματος ισότιμης πρόσβασης στην ανώτατη εκπαίδευση που απορρέει από το συνδυασμό περισσότερο διατάξεων του άρθρου 16 του Συντάγματος, καθώς και
του άρθρου 151 του νομοσχεδίου, για το λόγο ότι δεν περιέχει εγγυήσεις υπέρ των καθηγητών των Ν.Π.Π.Ε., κατά παράβαση του άρθρου 16 παρ. 6 του Συντάγματος.
Σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ.5 του Συντάγματος «Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση».
Στην παρ.6 του ιδίου άρθρου του Συντάγματος αναφέρεται ότι «Οι καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι δημόσιοι λειτουργοί» και στην παρ.8 ότι «η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες ΑΠΑΓΟΡΕΥΤΑΙ».
Με τις εν λόγω συνταγματικές διατάξεις καθιερώνεται η ανώτατη εκπαίδευση ως μέσο για την καλλιέργεια της επιστήμης, που αναλύεται σε έρευνα και διδασκαλία, παρεχόμενη αποκλειστικώς σε ιδρύματα, που λειτουργούν υπό τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, με πλήρη αυτοδιοίκηση και από καθηγητές που απολαύουν ειδικών εγγυήσεων, θεσπίζεται δε, ως πρόκριμα της δημοκρατίας στην παιδεία, η δωρεάν παροχή της σε όλους αδιακρίτως τους Έλληνες πολίτες, ενώ απαγορεύεται απολύτως η σύσταση σχολών ανώτατης εκπαίδευσης από ιδιώτες, ασχέτως του προορισμού ή του χαρακτήρα των σχολών αυτών.
Με δεδομένη αυτή την γραμματική απόλυτη διατύπωση του εθνικού συντάγματος η συζητούμενη νομοθετική πρωτοβουλία για την ανώτατη εκπαίδευση αποτελεί ιστορικό παράδειγμα, ίσως και το μοναδικό, ακραίας αντισυνταγματικότητας και προκλητικής κατάλυσης της συνταγματικής τάξης.
Είναι τόσο σαφές το γράμμα της συνταγματικής διάταξης που οι ερμηνείες και ακροβασίες της κυβέρνησης που υποστηρίζονται από πολύ μικρή μερίδα συνταγματολόγων, έχοντας απέναντί τους το σύνολο της νομικής κοινότητας, δικηγόρων και πανεπιστημιακών, «κακοποιούν» την μεθοδολογία του δικαίου και την νομική ερμηνευτική.
Ερμηνεία δεν είναι νοητή σε οποιοδήποτε νομικό κείμενο όταν το γράμμα του έχει την σπάνια σαφήνεια του άρθρου 16 του Συντάγματος. Όπως λένε οι νομοδιδάσκαλοι από την εποχή του ρωμαϊκού δικαίου «Η ερμηνεία σταματάει στα σαφή».
Πιο συγκεκριμένα η νομική εκδοχή ότι με επίκληση γενικόλογων αρχών του ενωσιακού δικαίου καταργείται το εθνικό σύνταγμα δεν είναι μόνο προκλητική επιστημονική ανακρίβεια, δεν είναι μόνο κατάλυση του συντάγματος αλλά είναι και παράλογη ερμηνεία, αφού είναι ερμηνεία contra constitutionem. Είναι αδιανόητο οποιοσδήποτε να υποστηρίζει ότι υπό το φως του ενωσιακού δικαίου το άρθρο 16 του ελληνικού συντάγματος πρέπει να το διαβάζουμε με το αντίθετο περιεχόμενό του.
Άλλωστε, δεν νοείται ερμηνεία μιας διάταξης (και δη του θεμελιώδους νόμου του Κράτους) αντίθετη με το γράμμα της συγκεκριμένης διάταξης. Η τελολογική ερμηνεία οφείλει να προσδιορίσει το νόημα της διάταξης εντός των ορίων που αυτή επιτρέπει, άλλως θα οδηγούμασταν στο άτοπο ο ερμηνευτής να υποκαθιστά τον συντακτικό νομοθέτη. Είναι δε σαφές, πέραν τούτων, ότι το άρθρο 16 δεν επιδέχεται οιασδήποτε τελολογικής ερμηνείας, ούτε καν με το πρόσχημα της συμφωνίας με το ενωσιακό δίκαιο. Τούτο διότι αφενός μεν το Σύνταγμα αποτελεί το ανώτατο νομικό κείμενο του Κράτους, η τυπική ισχύς του οποίου υπερτερεί του ενωσιακού δικαίου, αφετέρου δε εν’όψει των σαφών επιταγών και απόλυτων απαγορεύσεων των παραγράφων 5, 6 και 8 του εν λόγω άρθρου, οι οποίες κωλύουν άνευ ετέρου τη σύσταση ιδιωτικών Α.Ε.Ι. και σύμφωνα με τις οποίες η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ από Ν.Π.Δ.Δ., των οποίων τα όργανα (ήτοι το διδακτικό προσωπικό) αποτελούν ΔΗΜΟΣΙΟΥΣ λειτουργούς, ενώ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ χωρίς ουδένα περιορισμό η σύσταση ανωτάτων σχολών από ιδιώτες. Καθίσταται, επομένως, σαφές σε οποιονδήποτε πολίτη, νομικό ή μη, διαβάσει το άρθρο 16 του Συντάγματος, ότι αυτό ΔΕΝ επιδέχεται ερμηνευτικών προσεγγίσεων.
Το ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ δεν γίνεται με ενωσιακή ερμηνεία ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ.
Και δεν είναι μόνο νομική ερμηνευτική αστοχία, αλλά και βαριά θεσμική και πολιτειακή παράβαση εφόσον καταλύεται η συνταγματική τάξη με την συζητούμενη νομοθετική πρωτοβουλία.
Είναι σαφές ότι για την συζητούμενη νομοθετική πρωτοβουλία σπουδαιότερο ζήτημα είναι η απροκάλυπτη παράκαμψη/παραβίαση του Συντάγματος και όχι η επιχειρούμενη ίδρυση των ιδιωτικών πανεπιστημίων.
Ακόμη και με την ερμηνευτική εκδοχή ότι το εθνικό σύνταγμα δεν ευθυγραμμίζεται με το ενωσιακό και το διεθνές δίκαιο η αυτονόητη απάντηση στο μείζον αυτό πρόβλημα διεθνούς δικαίου δεν επιλύεται με εσπευσμένη κατάργηση του εθνικού συντάγματος, αλλά επιβάλει την συντεταγμένη αναθεώρηση του εθνικού συντάγματος εάν και εφόσον υπάρχουν οι προϋποθέσεις. Διότι αυτό που επιχειρεί εν προκειμένω η κυβέρνηση δεν είναι μια σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία, αλλά μια πλήρης παράκαμψη των συνταγματικών επιταγών του άρθρου 16.
Πέραν τούτων και ο ίδιος ο ισχυρισμός ότι δήθεν η απόλυτη αυτή απαγόρευση του άρθρου 16 του Συντάγματος συνιστά σοβαρό περιορισμό της ελευθερίας εγκατάστασης και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, όπως αυτές κατοχυρώνονται στα άρθρα 49 επ. της Συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ (ΣΛΕΕ) ενώ την ίδια στιγμή παραβιάζει την ελευθερία ίδρυσης εκπαιδευτικών ιδρυμάτων (άρθρο 14 παρ. 3 του ΧΘΔ), την επιχειρηματική ελευθερία (άρθρο 16 του ΧΘΔ) και την ακαδημαϊκή ελευθερία (άρθρο 13 εδάφιο β΄ του ΧΘΔ) είναι άτοπος. Τούτο διότι αρχικά βάσει των ιδίων των Συνθηκών της Ε.Ε. (και συγκεκριμένα του άρθρου 165, παρ. 1 της ΣΛΕΕ) η εκπαίδευση αποτελεί πρωταρχική εθνική αρμοδιότητα, παραμένουσας ως επικουρικής της αρμοδιότητας της Ε.Ε. να ρυθμίζει θέματα εκπαίδευσης ενώ, περαιτέρω, το ίδιο το άρθρο 14 του Χάρτη (του οποίου η κανονιστική δεσμευτικότητα εν πάση περιπτώσει αμφισβητείται) ορίζει ότι «η ελευθερία ίδρυσης εκπαιδευτικών ιδρυμάτων» ασκείται «σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες που διέπουν την άσκησή της». Σημειωτέον ότι κατά το άρθρο 51 του Χάρτη, δεν μπορεί ο ίδιος να διευρύνει το ρυθμιστικό πεδίο του Ευρωπαϊκού Δικαίου.
Επομένως, το ενωσιακό δίκαιο καταλείπει αυτό καθ’ εαυτό την εξουσία στα ΚράτηΜέλη να ρυθμίζουν τα ίδια, με βάση το εσωτερικό τους δίκαιο (στην περίπτωσή μας με βάση το άρθρο 16 του Συντάγματος) ζητήματα που ανάγονται στην ανώτατη εκπαίδευση. Καμία κοινοτική αρμοδιότητα, ούτε ακόμη και αυτές που αναγνωρίσθηκαν πρόσφατα από το ΔΕΕ μέσω της εφαρμογής των θεμελιωδών ελευθεριών της ελεύθερης κυκλοφορίας προσώπων και εγκατάστασης επιχειρήσεων και παροχής υπηρεσιών, αφορά τα αμιγώς ακαδημαϊκά δικαιώματα, αλλά μόνο τα επαγγελματικά.
Υπέρ της επιταγής της απόλυτης απαγορεύσεως του άρθρου 16 του Συντάγματος συνηγορεί άλλωστε και η παγιωμένη νομολογία του ανωτάτου διοικητικού δικαστηρίου της Χώρας. Σύμφωνα με το ίδιο το ΣτΕ, τα ζητήματα της ακαδημαϊκής αναγνώρισης τίτλου σπουδών ανάγονται ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ στην αρμοδιότητα της Ελληνικής Δημοκρατίας, ενώ χαρακτηριστική είναι και η πρόσφατη υπ’ αριθμόν 922/2023 απόφασή του, με την οποία κρίθηκε ρητώς, ως προς τη γραμματική διατύπωση και ερμηνεία του άρθρου 16 ότι «Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται στην Ελλάδα αποκλειστικώς από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, πλήρως αυτοδιοικούμενα, απαγορεύεται δε απολύτως η σύσταση σχολών ανώτατης εκπαίδευσης από ιδιώτες, ασχέτως του προορισμού ή του χαρακτήρα των σχολών αυτών».
Για όλους αυτούς τους λόγους, υποβάλλουμε ένσταση αντισυνταγματικότητας:
επί της αρχής και επί του συνόλου των άρθρων του Μέρους Δ΄ του νομοσχεδίου (άρθρα 130 έως 155), για το λόγο ότι τα Νομικά Πρόσωπα Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (Ν.Π.Π.Ε.) που οι διατάξεις αυτές θεσπίζουν και ρυθμίζουν είναι Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου (και όχι Δημοσίου Δικαίου), κατά παράβαση του άρθρου 16 παρ. 5 του Συντάγματος και επιπροσθέτως:
των άρθρων 135 και 152 του νομοσχεδίου, για το λόγο ότι δεν διασφαλίζουν την ακαδημαϊκή αυτοδιοίκηση των Ν.Π.Π.Ε., κατά παράβαση ομοίως του άρθρου 16 παρ. 5 του Συντάγματος,
του άρθρου 147 του νομοσχεδίου, για το λόγο ότι προβλέπει διαφορετικούς όρους πρόσβασης φοιτητών στα Ν.Π.Π.Ε. έναντι των δημόσιων πανεπιστημίων, κατά παράβαση του δικαιώματος ισότιμης πρόσβασης στην ανώτατη εκπαίδευση που απορρέει από το συνδυασμό περισσότερο διατάξεων του άρθρου 16 του Συντάγματος, καθώς και
του άρθρου 151 του νομοσχεδίου, για το λόγο ότι δεν περιέχει εγγυήσεις υπέρ των καθηγητών των Ν.Π.Π.Ε., κατά παράβαση του άρθρου 16 παρ. 6 του Συντάγματος.
Αθήνα, 06/03/2024
Οι υπογράφοντες
Φάμελλος Σωκράτης
Τζάκρη Θεοδώρα
Καλαματιανός Διονύσης
Θρασκιά Ουρανία
Ακρίτα Έλενα
Αποστολάκης Ευάγγελος
Αυλωνίτης Αλέξανδρος – Χρήστος
Βέττα Καλλιόπη
Γαβρήλος Γιώργος
Γεροβασίλη Όλγα
Γιαννούλης Χρήστος
Δούρου Ειρήνη
Ζαμπάρας Μιλτιάδης
Ηλιόπουλος Όθων
Καραμέρος Γιώργος
Κασιμάτη Νίνα
Κεδίκογλου Συμεών
Κόκκαλης Βασίλειος
Κοντοτόλη Μαρίνα
Λινού Αθηνά
Μάλαμα Κυριακή
Μαμουλάκης Χαράλαμπος (Χάρης)
Μεϊκόπουλος Αλέξανδρος
Μπάρκας Κωνσταντίνος
Νοτοπούλου Κατερίνα
Ξανθόπουλος Θεόφιλος
Παναγιωτόπουλος Ανδρέας
Παπαηλιού Γιώργος
Παππάς Νίκος
Παππάς Πέτρος
Πολάκης Παύλος
Πούλου Παναγιού (Γιώτα)
Σαρακιώτης Γιάννης
Τσίπρας Αλέξης
Χρηστίδου Ραλλία
Ψυχογιός Γεώργιος