Νίκος Δρόσος:  Στέλιος Καζαντζίδης-Πάνος Γεραμάνης: Όπως τους γνώρισα

2025/06/27 at 1:33 ΜΜ 27/06/2025 newsroom

του Παναγιώτη Σαββίδη

 

Ένας δημοσιογράφος που δεν έγραψε απλώς για τον Καζαντζίδη, αλλά τον έζησε από κοντά καταγράφοντας την ανθρώπινη πλευρά ενός θρύλου

 

Ο Σερραίος Νίκος Δρόσος, με καταγωγή από τον Παραπόταμο Ροδόπολης, συγκαταλέγεται στους ελάχιστους εκείνους τυχερούς Σερραίους που δεν γνώρισαν απλώς τον Στέλιο Καζαντζίδη, αλλά έγιναν κομμάτι της προσωπικής του ζωής μια και ο μεγάλος λαϊκός τραγουδιστής τον είχε εντάξει στον στενό κύκλο των φίλων του.

Πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μετρονόμος το βιβλίο του : «Στέλιος Καζαντζίδης και Πάνος Γεραμάνης – Όπως τους γνώρισα». Όπως σημειώνει ο ίδιος στο εισαγωγικό του σημείωμα, «δεν πρόκειται για μία αυτοβιογραφία, αλλά για ένα ταξίμι καρδιάς· μια κατάθεση ψυχής για δύο φίλους».

Με τον αείμνηστο δημοσιογράφο και ραδιοφωνικό παραγωγό Πάνο Γεραμάνη, ο Νίκος Δρόσος γνωρίστηκε τη δεκαετία του ’80, όταν εργαζόταν ως δικαστικός συντάκτης στην εφημερίδα Έθνος και ο Γεραμάνης ήταν αρχισυντάκτης. Ο Γεραμάνης υπήρξε ένας άνθρωπος αφοσιωμένος στη δημοσιογραφία, με οργανωτική σκέψη, χιούμορ και ξεχωριστή εργατικότητα, που ενέπνεε εμπιστοσύνη και σεβασμό στους συνεργάτες του.

Ανάμεσά σε Γεραμάνη και Δρόσο αναπτύχθηκε γρήγορα μια δυνατή φιλία, που έμελλε να αποτελέσει καταλυτική σχέση για τον Σερραίο δημοσιογράφο. Ο Πάνος Γεραμάνης δεν υπήρξε μόνο φίλος, αλλά και πολύτιμος καθοδηγητής, συμβάλλοντας αποφασιστικά στα πρώτα του βήματα και στη διαμόρφωση της επαγγελματικής του πορείας. Ο Γεραμάνης ήταν αφορμή μάλιστα να γνωρίσει ο Δρόσος τον Στέλιο Καζαντζίδη και να αναπτύξει στη συνέχεια και με τον ίδιο μια δυνατή φιλία.

Όπως αποκαλύπτει ο συγγραφέας το πάθος και η λαχτάρα του να γνωρίσει τον μεγάλο Καζαντζίδη ήταν τόσο μεγάλο, που συνεχώς ρωτούσε τον Γεραμάνη πότε θα του τον γνωρίσει από κοντά. Ο Γεραμάνης ωστόσο του έλεγε πως θα γίνει «πρέπει να βρεθεί η κατάλληλη ώρα».

Η ώρα αυτή ήρθε ένα βράδυ, όταν ο Γεραμάνης του τηλεφώνησε, αργά το βράδυ ενώ εργαζόταν ακόμη στην εφημερίδα, και του είπε με νόημα να κοιμηθεί νωρίς, γιατί την επομένη θα συναντούσαν «τον μεγάλο». Δηλαδή, τον ίδιο τον Στέλιο Καζαντζίδη.

«Εγώ τρελάθηκα από τη χαρά μου», γράφει ο Δρόσος. «Έφυγα βολίδα για το σπίτι, για ύπνο. Εκείνο το βράδυ δεν πήρα τρόλεϊ. Πήγα από το κέντρο της Αθήνας με τα πόδια στο Κουκάκι, όπου έμενα. Περπατούσα κι ένιωθα ευτυχισμένος. Αύριο, έλεγα μέσα μου, τέρμα τα ψέματα, θα δω από κοντά τον μεγαλύτερο λαϊκό τραγουδιστή της Μεσογείου. Όλο το βράδυ δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι, καθώς με είχε κυριεύσει το άγχος».

Την επόμενη μέρα, ο Δρόσος και ο Γεραμάνης συναντήθηκαν στην πλατεία Κλαυθμώνος και επιβιβάστηκαν σε ταξί με προορισμό τη Νέα Καλογρέζα, όπου τους περίμενε ο Στέλιος Καζαντζίδης στο συνεργείο αυτοκινήτων του φίλου του, Ηρακλή. Η διαδρομή καθυστέρησε λόγω κίνησης, με τον Δρόσο να είναι εμφανώς αγχωμένος. Ο Γεραμάνης το αντιλήφθηκε και, με την ηρεμία που τον διέκρινε, του είπε να μην έχει άγχος, να είναι ο εαυτός του «γιατί ο Στέλιος είναι απλός άνθρωπος».

Τελικά, Γεραμάνης και Δρόσος φτάνουν στο συνεργείο στη Νέα Καλογρέζα. Μπαίνουν μέσα συγκρατημένα και παρατηρούν τον Στέλιο Καζαντζίδη να μιλάει στο τηλέφωνο, απομονωμένος σε ένα μικρό, λιτό γραφείο. Μόλις ολοκληρώνει τη συνομιλία του, ανοίγει την πόρτα και βγαίνει προς το μέρος τους. Πλησιάζει και δίνει το χέρι πρώτα στον Δρόσο.

-«Είσαι ο Νικολής, έτσι; Έλα, κάθισε. Έλα κι εσύ Παναγιώτη, κάθισε εκεί. Είναι λίγο στριμωγμένα τα πράγματα εδώ…», τους λέει με το γνώριμο, ανεπιτήδευτο ύφος του.
Αμέσως πιάνει κουβέντα. Γυρίζει στον Δρόσο και τον ρωτάει:
-«Ξέρεις από ομάδες ποδοσφαίρου;» Ο Δρόσος απαντά καταφατικά. Τότε ο Καζαντζίδης χαμογελάει και του λέει: «Προηγουμένως έγραφα ένα δελτίο ΠΡΟ-ΠΟ. Θέλω να το δεις και να μου πεις κι εσύ τα προγνωστικά σου».
-«Βεβαίως, κύριε Καζαντζίδη», απαντά ο νεαρός τότε δημοσιογράφος. Ο Στέλιος γυρίζει προς το μέρος του και του λέει σχεδόν προστατευτικά: «Από σήμερα θα μου μιλάς στον ενικό. Εντάξει; Λοιπόν, θα βάλεις τέσσερις διπλές – για να δούμε και την τύχη μας».

Έτσι απλά. Μέσα σε λίγα λεπτά, είχε σπάσει ο πάγος. Η αμηχανία μετατράπηκε σε ζεστασιά. Οι επίσημοι τίτλοι άφησαν χώρο στην ανθρώπινη επαφή. Εκείνη η πρώτη συζήτηση, μέσα σε ένα στενόχωρο συνεργείο αυτοκινήτων, σφράγισε την αρχή μιας βαθιάς φιλίας που κράτησε μέχρι το τέλος της ζωής του Καζαντζίδη.

Ο Νίκος Δρόσος, στο βιβλίο του «Στέλιος Καζαντζίδης – Πάνος Γεραμάνης. Όπως τους γνώρισα», δεν καταγράφει απλώς γεγονότα. Καταθέτει ψυχή. Μοιράζεται προσωπικές στιγμές, κατ’ ιδίαν συζητήσεις με τον Στέλιο, αλλά και άγνωστες λεπτομέρειες από τη ζωή του μεγάλου τραγουδιστή. Στις σελίδες του βιβλίου ξεδιπλώνεται η διαδρομή ενός ανθρώπου που τραγούδησε όχι για τη δόξα, αλλά για να δώσει φωνή στους αδύναμους.

Ένας Καζαντζίδης του μόχθου, της ξενιτιάς, της αντίστασης. Από τα παιδικά του χρόνια στα Πλατανάκια Σερρών, μέχρι την αποχή του από τη δισκογραφία και το εμβληματικό τραγούδι «Υπάρχω», ο Νίκος Δρόσος αναδεικνύει έναν Καζαντζίδη αυθεντικό, ειλικρινή, ευάλωτο και ταυτόχρονα αλύγιστο.

Επιστροφή στον Παραπόταμο

Ο Νίκος Δρόσος γεννήθηκε στον Παραπόταμο Σερρών, σε ένα αγροτικό περιβάλλον που τον σημάδεψε. Θυμάται ακόμη τα καλοκαίρια όπου ξυπνούσε χαράματα για να μαζέψει καπνά μαζί με τους γονείς του. Η πίσσα από τα φύλλα μαύριζε τα χέρια τους, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να ονειρεύεται.

Ως επιμελής μαθητής, πέρασε στο Πανεπιστήμιο και σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στην Πάντειο, ενώ είναι τακτικό μέλος της ΕΣΗΕΑ. Δεν είχε σχεδιάσει να γίνει δημοσιογράφος, ώσπου γνώρισε τον Χρήστο Θεοχαράτο στο «Έθνος» και ξεκίνησε την πορεία του ως δικαστικός συντάκτης, πριν περάσει στο καλλιτεχνικό ρεπορτάζ.

Στα χρόνια που ακολούθησαν εργάστηκε σε μεγάλα μέσα όπως το Έθνος, Ελεύθερος Τύπος, Πρώτη, Espresso, στο εκδοτικό συγκρότημα του Γιώργου Τράγκα, αλλά και στο ραδιόφωνο, με την εκπομπή «Άντε να περάσει η νύχτα» στον σταθμό Flash.

Γνώρισε από κοντά σχεδόν όλους τους μεγάλους δημιουργούς του ελληνικού τραγουδιού, τον Θόδωρο Δερβενιώτη, τον Κώστα Βίρβο, τον Χρήστο Κολοκοτρώνη. Έχει κυκλοφορήσει τέσσερις ποιητικές συλλογές και δύο δοκίμια για τον ρόλο του Τύπου στην Ελλάδα.

Σήμερα ζει ξανά στον Παραπόταμο, απολαμβάνοντας την ηρεμία της φύσης. Όπως λέει ο ίδιος, «με ξυπνούν τα πουλιά και όχι το άγχος της πόλης».