Κορκίδης: Ελλάδα και Τουρκία μπορούν να ζουν ειρηνικά και να συνεργάζονται εμπορικά

2023/12/12 at 5:58 ΜΜ 12/12/2023 newsroom 

 

Σύμφωνα με τα στοιχεία της World Bank η Τουρκία κατατάσσεται 19η, κατά μέγεθος, οικονομία διεθνώς και 33η στη διευκόλυνση ανάπτυξης επιχειρηματικών δραστηριοτήτων. Συγκαταλέγεται μεταξύ των χωρών μελών του ΟΟΣΑ που αναπτύχθηκαν ταχύτατα κατά την 20ετία 2000-2021, σημειώνοντας μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης, κατά κεφαλή εισοδήματος 6%, κατά τρέχουσες τιμές και αγοραστική δύναμη. Η Τουρκία είναι μέλος των G20 και είχε χαρακτηρισθεί από το ΔΝΤ ως μια από τις 7 αναδυόμενες οικονομίες και συγκαταλέγεται από διεθνείς οργανισμούς στις βιομηχανοποιημένες χώρες. Βάσει των στοιχείων του τουρκικού Στατιστικού Ινστιτούτου TUIK, το ΑΕΠ της Τουρκίας το 2022 παρουσίασε αύξηση 5,6% έναντι 11% το 2021, ανερχόμενο σε 905 δις δολάρια. Εν μέσω πανδημίας, είχε σημειώσει τον υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης μεταξύ των χωρών G20. Σημαντικότεροι συντελεστές στην ανωτέρω εξέλιξη ήταν οι υπηρεσίες, ο τραπεζικός κλάδος, η μεταποίηση, οι τηλεπικοινωνίες, η βιομηχανία και ο αγροτικός τομέας. Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αυξήθηκαν 9,1% και οι εισαγωγές 7,9%. Οι καταναλωτικές δαπάνες των νοικοκυριών αυξήθηκαν 19,7%, οι δαπάνες του δημοσίου 4,9% και οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου 2,9%. Το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα ανήλθε το 2022 σε 10.655 δολάρια, ενώ  σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat το 11,7% των Τούρκων κινδυνεύει από φτώχεια ή κοινωνικό αποκλεισμό.

Η ανάπτυξη της Τουρκίας, το 2022, βασίστηκε σε δύο παράγοντες, πρώτον στις εξαγωγές, κυρίως προς την ευρωπαϊκή αγορά, η οποία είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος με 40% των συνολικών εξαγωγών και δεύτερον στην αύξηση των δαπανών διαρκών καταναλωτικών αγαθών, όπου σε ένα πληθωριστικό περιβάλλον τα νοικοκυριά προχώρησαν σε αυξημένες δαπάνες, προκειμένου να προστατεύσουν την αξία των αποταμιεύσεων αλλά και τη κρίση κόστους διαβίωσης. Σημειώνεται ότι παρά τις κρίσεις, τις διεθνείς πληθωριστικές πιέσεις και τον πόλεμο στην Ουκρανία, ο τουρκικός ιδιωτικός τομέας έδειξε ανθεκτικότητα και προσαρμογή ειδικά στο πλαίσιο της μετατόπισης των παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού. Όμως, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα, η τουρκική οικονομία θα δοκιμαστεί περαιτέρω, αναγκάζοντας την να επικεντρωθεί στη βελτίωση της θέσης της στην παγκόσμια ανταγωνιστικότητα και να εξασφαλίσει βιώσιμη ανάπτυξη. Η συνέχιση της ανάπτυξης της Τουρκίας είναι σημαντική για την εσωτερική σταθερότητα της. Στον τομέα των επενδύσεων, το οικονομικό επιτελείο και η Διοίκηση της Κεντρικής Τράπεζας παρουσιάζουν έλλειμμα εμπιστοσύνης, το οποίο ανατρέπει την ομαλότητα και την αποκατάσταση των επενδυτικών εισροών στην οικονομία τους.

Η Τουρκία διανύει σημαντική οικονομική επιβράδυνση από το 2018, μέχρι σήμερα η οποία έχει εξασθενίσει την εσωτερική ζήτηση. Η άνοδος των επιτοκίων διεθνώς, το υψηλό χρέος σε ξένο νόμισμα, η αποδυνάμωση της τουρκικής λίρας και η κατά συνέπεια επιδείνωση του κόστους διαβίωσης επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό το εγχώριο επιχειρηματικό περιβάλλον και τις αποφάσεις και δράσεις των αλλοδαπών εταιρειών. Το 2022, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγώνεπιδεινώθηκε σημαντικά κατά 5,35%, ανερχόμενο σε 48,7 δις δολάρια, το υψηλότερο που έχει καταγραφεί από το 2018. Το έλλειμμα χρηματοδοτήθηκε σε μεγάλο βαθμό από εισροές ξένου νομίσματος άγνωστης προέλευσης, καταχωρίσεις της Κεντρικής Τράπεζας υπογραμμίζοντας πόσο έντονη έχει καταστεί η ανάγκη της Τουρκίας για ξένες επενδύσεις. Στα αρνητικά, ξεχωρίζουν ο προστατευτισμός με υψηλούς δασμολογικούς συντελεστές και οι προκλήσεις πρόσθετων τεχνικών εμποδίων ποικίλων μορφών από περιοριστικούς παράγοντες, ειδικά στα τρόφιμα. Οι αλλοδαποί επιχειρηματίες έχουν ευρύτατα περιθώρια δραστηριοποίησης, όμως ενδέχεται να αντιμετωπίσουν περιπτώσεις αντιφατικών πολιτικών, νόμων και κανονισμών και ποικίλων απαιτήσεων τεκμηρίωσης σε κρατικό και τοπικό επίπεδο. Όμως παρά την οικονομική αβεβαιότητα, η Τουρκία, αν και περίπλοκη, είναι μεγάλη αγορά, που μπορεί να απαιτεί προσαρμοστικότητα, αλλά και να προσφέρει ευκαιρίες. Η συνεργασία των ξένων επενδυτών με τον κατάλληλο Τούρκο εταίρο, θεωρείται ως η πλέον αποτελεσματική μέθοδος για την είσοδο, κατανόηση και λειτουργία στη τούρκικη αγορά.

Οι ελληνικές εξαγωγές τροφίμων στη Τουρκία παραμένουν περιορισμένες, ενώ το 2022 στις κυριότερες εξαγωγές τροφίμων σημειώθηκαν ανακατατάξεις με σημαντικότερη τη μείωση των εξαγωγών δημητριακών κατά 91,4% αποσπώντας το υψηλότερο εξαγωγικό μερίδιο των ελληνικών εξαγωγών τροφίμων στην Τουρκία. Πρώτη κατηγορία εξαχθέντων ήταν τα αναψυκτικά, αλκοολούχα, ξύδι και ακολούθησαν, καρποί και φρούτα, δημητριακά, λίπη, λάδια ζωικά ή φυτικά και διάφορα παρασκευάσματα διατροφής. Αμελητέες παρέμειναν οι εξαγωγές ελαιολάδου και τυροκομικών, κυρίως λόγω της προστασίας της εγχώριας τους παραγωγής. Βάσει της Συμφωνίας Τελωνειακής Ένωσης ΕΕ-Τουρκίας, όλα τα αγροτικά προϊόντα, προέλευσης Ε.Ε δασμολογούνται αποτρεπτικά υψηλά στην Τουρκία, ώστε να μην ανταγωνίζονται τα ομοειδή εγχώρια προϊόντα τους. Επίσης το 2022, το μερίδιο συμμετοχής της Ελλάδας στις συνολικές εξαγωγές μη πετρελαιοειδών προς τη Τουρκία μειώθηκε σε 2,20% σε σχέση με 5,65% το 2021. Οι ελληνικές επενδύσεις στην Τουρκία ξεπερνούν κατά πολύ τις αντίστοιχες τουρκικές στην Ελλάδα. Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, το 2021, το απόθεμα των ελληνικών επενδύσεων στην Τουρκία ανερχόταν σε 337 εκατ. ευρώ έναντι 316 εκατ. το 2020, παρά το γεγονός ότι σημειώθηκε μικρή μείωση των ελληνικών επενδύσεων στην Τουρκία, της τάξης 1,4%. Σε επίπεδο καθαρών ροών ΑΞΕ, τη διετία 2021-22οι εισροές από την Ελλάδα στην Τουρκία σημειώσαν πτώση κατά 166 εκατ. ευρώ, ενώ οι τουρκικές εκροές προς την Ελλάδα αυξήθηκαν κατά 76 εκατ. ευρώ.

Η δυσμενής οικονομική κατάσταση των τελευταίων ετών έχει πλήξει τις ελληνικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στη Τουρκία. Όσες εταιρείες διατηρούν παραγωγικές μονάδες στους κλάδους δομικών υλικών και τροφίμων παρουσιάζουν μεικτή εικόνα, καθώς αναπλήρωσαν εν μέρει την πτώση της εγχώριας ζήτησης με αύξηση των εξαγωγών τους και η πτώση της τουρκικής λίρας έφερε μείωση των λειτουργικών τους εξόδων. Έτσι, οι αμιγώς εξαγωγικές εταιρείες ευνοήθηκαν από την υποτίμηση της τουρκικής λίρας, καθώς οι τιμές των προϊόντων τους έγιναν πιο ανταγωνιστικές. Αντίθετη όμως είναι η εικόνα για τις ελληνικές μεταποιητικές επιχειρήσεις στη Τουρκία που χρησιμοποιούν εισαγόμενες πρώτες ύλες. Η είσοδος ελληνικών επιχειρήσεων στην γείτονα δεν είναι εύκολη υπόθεση, αφενός γιατί τα ελληνικά προϊόντα που δύνανται να τύχουν ευνοϊκής αποδοχής των καταναλωτικών ηθών του μέσου Τούρκου πολίτη, που προτιμά τα εγχώρια προϊόντα, είναι μόνο όσα συμπληρώνουν τις ανάγκες της τοπικής παραγωγής και αφετέρου προϊόντα των οποίων το εμπορικό σήμα απολαμβάνει ευρείας αναγνώρισης μεταξύ των Τούρκων καταναλωτών, συνδυάζοντας ποιότητα, καλή τιμή και δυτικά καταναλωτικά πρότυπα.

Στην παρούσα θετική συγκυρία η προώθηση ελληνικών προϊόντων και η διεύρυνση των ελληνοτουρκικών εμπορικών και επενδυτικών συνεργειών, δύνανται να συνοψιστούν αφενός στη παρέμβαση, σε επίπεδο ευρωπαϊκών θεσμών, στα πλαίσιο των  διαπραγματεύσεων προς επέκταση της Συμφωνίας Τελωνειακής Ένωσης, ώστε να επιτευχθεί μείωση του προστατευτισμού της τουρκικής αγοράς και αφετέρου στην ενθάρρυνση των ελληνικών εταιρειών να αξιοποιήσουν τα πλεονεκτήματα των ελληνικών προϊόντων για να επεκτείνουν τη δραστηριοποίηση τους στη γείτονα χώρα. Άλλωστε κατά τη πρόσφατη επίσκεψη του Τούρκου προέδρου στην Αθήνα οι δύο πλευρές προχώρησαν στην υπογραφή 15 κειμένων που περιλαμβάνουν Συμφωνίες, Μνημόνια και οι Κοινές Διακηρύξεις Φιλίας και Καλής Γειτονίας Ελλάδας-Τουρκίας. Στην ατζέντα των Μέτρων Οικοδόμησης ενός πλαισίου Εμπιστοσύνης, συμπεριλαμβάνονται οι τομείς των Μικρών και Μεσαίων Επιχειρήσεων, Εξαγωγών, Επενδύσεων, Οικονομίας και Εμπορίου, Αγροτικής Ανάπτυξης και Τελωνειακής Συνεργασίας. Τα Επιμελητήρια πιστεύουν πως Ελλάδα και Τουρκία πρέπει να ζουν ειρηνικά και να συνεργάζονται εμπορικά, ενώ δηλώνουν αρωγοί στη προσπάθεια αύξησης του διμερούς εμπορίου από τα 5,4 στα 10 δις ευρώ, με την προϋπόθεση πως το εμπορικό ισοζύγιο από ελλειμματικό κατά 389 εκατ. ευρώ, θα πρέπει να ξαναγυρίσει σε πλεονασματικό, υπέρ της Ελλάδας.

Βασίλης Κορκίδης